Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...


Μία φορά, δεν θυμάμαι να υπήρξε δεύτερη και έναν καιρό, άκου: «έναν καιρό;» υπήρχε δηλαδή καμιά περίπτωση οι καιροί να είναι δυο; Ο «Χιονούλης» και ο «Βροχούλης»; Ας πούμε; Το αναμενόμενο δηλαδή. Τι έλεγα; Α! ναι! Μια φορά και έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, σε ένα τόσο δα μικρό χωριουδάκι χιλιόμετρα μακριά από εδώ μετά απ’ τα Τρίκαλα στα δυο στενά και λίγο πριν τα σαράντα παλικάρια από τη Λειβαδιά ζούσε ένα ωραίο Ελληνόπουλο. Ένα ψηλό καστανόξανθο αγόρι με καταγάλανα μάτια, σαν της θάλασσας το χρώμα και κατάλευκη επιδερμίδα, δεν έβγαινε στον ήλιο για να μην τη χαλάσει. Όσο για τους δικέφαλους και τους κοιλιακούς σκακιέρα αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο ο καθένας μπορεί να βάλει με τη φαντασία του ότι θέλει κι ότι ποθεί η καρδούλα του. Τότε λοιπόν, σ’ εκείνο το χωριό, εκείνα τα χρόνια τα παλιά, ζούσε αυτό το αγόρι πολύ ευτυχισμένο με πολύ απλά καθημερινά πράγματα. Κάθε πρωί βούρτσιζε τα δόντια του, έχωνε στο στόμα του νερό με σόδα μα τι πονηρά μυαλά που είστε, έριχνε με τις φούχτες του παγωμένο νερό στο πρόσωπό του να ξυπνήσει και φορούσε τη λευκή του φουστανέλα, το λευκό του πουκάμισο, το λευκό του καλσόν και πήγαινε στο μαντρί και τράβαγε με δύναμη όλο ομορφιά και χάρη τα βυζιά της Μέλπως, (Μέλπω λένε την κατσίκα) της τράβαγε τα βυζιά λοιπόν για να πιεί το πρώτο γάλα της ημέρας. Ο ήλιος σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή του. Στη συνέχεια πάγαινε στο κοτέτσι να μαζέψει τα αυγά από τις κοτούλες, τυχερές οι κουφάλες είχανε έναν κόκορα τον Θύμιο, όλες τις βόλευε μια χαρά, μια προς μια, καμιάν να μην αφήσει παραπονεμένη, και μια μέρα τέζα παρ’ τον κάτω τον Θύμιο από υπερκόπωση, του βγάλανε αναπηρική, πήρανε άλλο Θύμιο μετά, τους κόστισε λίγο ακριβά αλλά στις 5 κάθε πρωί λαλούσε και σήκωνε στο πόδι όλο το χωριό. Το Ελληνόπουλο τον συχτήριζε αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι γονείς του, η μάνα του δηλαδή, ο πατέρας τέζαρε νωρίς, δεν τον στείλανε στο σχολείο για να μάθει γράμματα του Θεού τα πράγματα, τον θέλανε, βοσκό – τζέλικα – το ίδιο κάνει. Ο άλλος Θύμιος, ο κόκορας να μη ξεχνιόμαστε αποδείχτηκε σκληροπυρινικός και πρώτης τάξεως πηδηχταράς. Όλο το χωριό είχε να το λέει.  Τις βόλευε και μια, και δυο και τρείς φορές τη μέρα. Παραγωγή τα αυγά. Έφτιαχνε το αγόρι ομελέτες με μπέικον και πιπεριές, μοίραζε και στη γειτονιά. Μετά το αγόρι έφτιαχνε διπλό φραπόγαλο και έβγαζε τα πρόβατα να βοσκίσουν. Την έπαιζε με μεγάλη ευχαρίστηση. Τη φλογέρα του έπαιζε τι πονηρά μυαλά που είστε! Καθόταν κάτω απ’ την ελιά που είχε δροσούλα κι ευτυχισμένος έπαιζε τη φλογέρα του και τα πρόβατα ευτυχισμένα κι αυτά βοσκούσαν στο λιβάδι και τρώγανε φρέσκο χορταράκι, όλα μαζί, σαν τα πρόβατα που λένε. Τι όμορφη ζωή πόσο πολύ ζηλεύω δεν φαντάζεστε! Μια μέρα ηλιόλουστη, αρχές της άνοιξης ήτανε θαρρώ, βλέπει απα στη βρύση μια τσιλιγκοπούλα. Άγνωστη του φάνηκε στ’ αλήθεια, ποια είναι τούτη; Είπε στα πρόβατα το αγόρι αλλά απάντηση δεν πήρε. Αίφνης αισθάνθηκε κάτι να φουσκώνει στο βρακάκι το Μινέρβα και όταν εκείνη τά χα μου τα χα μου έσκυψε να βάλει το σταμνί κάτω απ’ τη βρύση του ήρθε και η υγρασία. Το προσωπάκι του έλαμψε! Χαμογελούσε σαν αποβλακομμένο. Τα σάλια του τρέχανε, δεν είχε και πολλές εμπειρίες στο ενεργητικό του. Σταμάτησε να την παίζει, τη φλογέρα εννοώ πάντα και με απαλά βήματα πλησίασε στη βρύση. Καλημέρα της είπε της όμορφης, τρομάζει αυτή, της πέφτει η στάμνα απ’ τα χέρια, χίλια κομμάτια έγινε, καλημέρα του απαντάει, τι κάνεις Γιάννη, κουκιά σπέρνω, μα δεν με λένε Γιάννη της απαντάει αυτός, δεν έχει καμιά σημασία του απαντάει αυτή κι αρχίζει να τρέχει. Τι να έκανε το Ελληνόπουλο που δεν το λένε Γιάννη άρχισε να τη κυνηγάει στα κατσάβραχα. Τρέχανε, πάει και το σταμνί, πάει κι η φλογέρα, μόνα τους τα πρόβατα, λαχάνιασε αυτή, παραπατάει ζαλισμένη παρ’ τη κάτω. Ανυπόμονο το αγόρι πέφτει από πάνω της και την αρχίζει στα γλωσσόφιλα. Που σε πονεί και που σε σφάζει, αυτή και καλά δεν ήθελε, του έκανε τη δύσκολη, έβαλε όλη της τη δύναμη να τονε σπρώξει κι όσο αυτή τον έσπρωχνε τόσο το Ελληνόπουλο την ποθούσε. Είχε πεισμώσει, ήθελε να την κάνει δική του, εγώ θα σε πάρω της έλεγε, θα με πάρεις; Εδώ επι τόπου; Θα μας δούνε! Του λέει. Ξανθό το κορίτσι, ντιπ, αλλού το μυαλό της, άλλο κατάλαβε, δεν έχω κάνει χαλάουα του λέει, φτηνή δικαιολογία αλλά πάντα πιάνει, δεν πειράζει της απαντάει, πειράζει όμως εμένα Γιάννη’μ του λέει αυτή, μα δεν με λένε Γιάννη, φτου ξανα μανα, και τότε της αποκαλύπτει ότι είναι το λεβεντόπαιδο ο Κίτσος, κι ότι η μάνα του είναι πιο διάσημη από αυτόν, κι ότι έχει προίκα μεγάλη, και ζα και κτήματα και κινητά και ακίνητα και να πάει για σπα γιατί το βράδυ θα ερχόταν με τη μάνα του να της ζητήσει το χέρι, η ξανθιά δεν κατάλαβε για ακόμη μια φορά και του είπε μα Κίτσο’μ – επιτέλους το πέτυχε -  δεν μπορώ να σου δώσω το χέρι μου και να μείνω με ένα, πως θα βάζω σκάφη; Πως θα σιδερώνω; Πως θα ντύνομαι; Πως θα γδύνομαι; Εγώ θα σε γδύνω πατ κιούτ μη σε τρομάζει αυτό ζαργάνα μου, η ξανθιά που να ξερε ότι η ζαργάνα είναι ψάρι του δίνει ένα μπάτσο και του μαυρίζει το μάτι. Δεν σε θέλω του λέει ενώ του κωλοτριβόταν, και τον ήθελε όσο τίποτα στη γη, να τον πάρει και να φύγουνε με έναν γαίδαρο η με το τρακτερ δεν την ένοιαζε άκουσε ότι έχει προίκα αλλά για την καρδιά του τον ήθελε και για την μεγάλη του ψυχή, σφόδρα τον ερωτεύτηκε, του ζήτησε ταπεινά συγγνώμη, της λέει ο Κίτσος δεν πειράζει, με ανάβεις,  τώρα σε θέλω πιο πολύ, μανάβης άκουσε αυτή γιατί όπως αποδείχτηκε ήτο και ξανθιά και κουφή και θυμήθηκε ότι η ώρα πέρασε ντεμεκ κι έπρεπε να πάει να πάρει ντομάτες και αγγούρια για τη χωριάτικη και του είπε ότι θα τον περιμένει με τη μάνα του το βράδυ αλλά αλλιώς τα θέλαν τα παιδιά κι αλλιώς στα παραμύθια μόλις άκουσε του Κίτσου η Μάνα η celebrity ότι θέλει τη ξανθόψειρα για γάμο της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Τότενες έγινε το έλα να δεις, κάτσε εκεί που κάθεσαι θα στα πω εγώ, ποιος είδε τη μάνα και δεν την φοβήθηκε, τρελάθηκε και άρχισε να ουρλιάζει ωσάν την Εκάβη καλοκαίρι στην Επίδαυρο, της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι το είπαμε πριν αυτό του έλεγε του γιόκα της ότι αυτή είναι χαλασμένη, τουτέστιν την έχει πάρει όλο το χωριό και ο νομός και τα περίχωρα μαζί και πάσης Ελλάδος. Στεναχώρια που πήρε το παιδί, μαύρισε απ’ το κακό μαντάτο, μπαίλντησε στο κλάμα, πήρε να βραδιάζει, παίρνει αγκαλιά μια νταμιτζάνα με τον κόκκινο τον Γιάννη τον περπατητή και δως του να καπνίζει και δως του να πίνει μπας και ξεχαστεί και να ακούει στο γιουτιουμπ νον στοπ σε dolby souround Παολα και Καρρά και να κλαίει απαρηγόρητο το παλικάρι μια φορά είπε κι αυτό να κάνει προκοπή, να δει άσπρη μέρα, να φύγει από κει μέσα και του βγήκε χαλασμένη τότε κατάλαβε χαλάουα τι σημαίνει αν της άρεσε τότενες θα του καθότανε με τη μία με κλειστά τα μάτια. Και να περνάει ο καιρός και μόνο το αγόρι να μαραζώνει και να την παίζει. Τη φλογέρα του να παίζει επαναλαμβάνω μελαγχολικό και στεναχωρημένο και περνάγανε οι μέρες, τις νύχτες έπινε και κάπνιζε το είπαμε αυτό, να κάτι σακούλες σαν του σουπερ μαρκετ κάτω απ’ τα ματάκια του, και περνάγανε τα χρόνια, μόνο έμεινε στο ράφι, πάτησε τα σαράντα, με τη μάνα τη διάσημη να κάνει διεθνή καριέρα πλέον στα εξωτερικά και όλα τα αγόρια και τα κορίτσια του χωριού βολευτήκανε και φύγανε για τη πρωτεύουσα και ο Κίτσος μόνος και αβοήθητος κάθε μέρα το ίδιο βιολί να αρμέγει την κατσίκα, να μαζεύει τα αυγά και να βγάζει τα πρόβατα για βοσκή και μια μέρα χωρίς ήλιο και χωρίς σύννεφα, άκρα του τάφου σιωπή, ο Κίτσος δεν άντεξε κι εκεί που μάλαζε την κατσίκα τη Μέλπω, εκεί λοιπόν, ζουρλάθηκε και το μάτι του γούρλωσε και κοίταξε δεξα κοίταξε αριστερά μήπως και τον βλέπει κανείς και με γρήγορες αποφασιστικές κινήσεις βγάζει τη φουστανέλα, κατεβάζει το καλσόν, κατεβάζει και το βρακάκι το Μινέρβα  και της τονε φοράει και του άρεσε αυτό και στη Μέλπω άρεσε πολύ έτσι λέει το παραμύθι όχι εγώ και πάνω στη γλύκα να σου σκάει απ’ το πουθενά ένας paparazzi τη μάνα τη βαρεθήκανε τον Κίτσο θέλανε τώρα πια, τραβάει φωτό για το ινσταγκραμ και την ανεβάζει επι τόπου και πέφτουνε βροχή τα λαικς και η φωτο να κάνει το γύρω του πλανήτη την βλέπει και η ξανθιά παθαίνει ντουβρουτζα του στέλνει friend request αλλά ο Κίτσος είχε είδη προτάσεις από πρακτορεία όχι λεωφορείων, τα άλλα, για μόντελινγκ, κι αυτή σε έξαλλη κατάσταση να τραβάει τα μαλλιά της κεφαλής της και μπαίνει στο αυτοκίνητο, πάει στο χωριό να τονε βρει αλλά το σπίτι κλειστό κι ένα σημείωμα στη πόρτα αφημένο με τα γραμματά του «γιατί καρδιά μου άργησες», ε, και το Ελληνόπουλο που δεν τον λένε Γιάννη κάνει διεθνή καριέρα, η μάνα του καμαρώνει, δεν την παίζει πια τη φλογέρα του και η ξανθιά κλείστηκε σε μοναστήρι. Ε, και έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.             





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το 1ο ΓΕΛ Νέου Ψυχικού αποκτά το όνομα "Μάνος Ελευθερίου" | Εκδόσεις Μεταίχμιο

  Γιορτή ονοματοδοσίας ΤΟ 1ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΝΕΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΑΠΟΚΤΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ «ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ»   Σε μια καλλιτεχνική γιορτή ονοματοδοσίας μάς πρ...