Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Στο Μεταξοχώρι


Ο χειμώνας αυτός δεν λέει να περάσει. Προσπαθώ να θυμηθώ πως πέρασαν οι προηγούμενοι. Αν ήταν το ίδιο βαρετοί και αδιάφοροι. Κολλημένος στον υπολογιστή μέχρι τα χαράματα να γράφω αληθινές ιστορίες με μία δόση φαντασίας εκεί που χρειάζεται. Σκέφτηκα πως το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω αυτή τη περίοδο(από το να κλαίγομαι)είναι να φεύγω απ’ το σπίτι τις μέρες που δεν δουλεύω. Οπουδήποτε, έτσι για αλλαγή. Για νέες εμπειρίες…

Η πιο πρόσφατη μικρή μου απόδραση από τη καθημερινότητα, κάμποσα χιλιόμετρα μακριά απ’ το ξεθωριασμένο χρώμα των πολυκατοικιών και τη φασαρία της μεγαλούπολης, σ’ ένα πανέμορφο πέτρινο παλατάκι, με απίστευτα θερμούς και φιλόξενους ανθρώπους, έτσι βρε αδερφέ για να γεμίσουν τα πνευμόνια μου οξυγόνο, για να έχω να διηγούμαι μετά από χρόνια στα εγγόνια μου το πόσο όμορφα περνούσα όταν ήμουν νέος(τι είπα πάλι).

 Το ¨πήγαινε¨, για να είμαι απόλυτα ειλικρινείς, δεν το ‘χω καθαρή εικόνα στο μυαλό μου(το ¨έλα¨ το διέγραψα επειδή πόνεσε πολύ). Παντού πίσσα σκοτάδι, κι ένας μπαφιασμένος, πενηντάρης ταξιτζής που άκουγε στη διά πασών κλαρίνα, καπνίζοντας φθηνά τσιγάρα το ένα πίσω απ’ το άλλο με τέτοιο φανατισμό, λες και μόλις ανακάλυψε τι εστί τσιγάρο. Φυσικά δεν του είπα τίποτα, τον άφησα στον πόνο του, άλλωστε για ‘μένα ο χρόνος είχε σταματήσει απ’ την ώρα που αποβιβάστηκα από τον καρβουνιάρη στη Λάρισα έτοιμος να μπω στον δικό μου παράδεισο.   Είναι μεγάλο κατόρθωμα, να μπορείς να αερίσεις τον εγκέφαλό σου πότε πότε. Κάπου στις δύο και μισή τα ξημερώματα με παρέλαβε ο φίλος μου ο Γιώργος απ’ τη κεντρική πλατεία του χωριού, που βρίσκεται 25 χιλιόμετρα έξω απ’ τη πόλη, και ανηφορίσαμε για το σπίτι. Άλλο κλίμα, άλλη διάθεση, άλλη ζωή σου λέω. Μεγάλωσα στη πρωτεύουσα και κάτι τέτοια σκηνικά μου είναι εντελώς άγνωστα. Ένα εξοχικό σπίτι είχαμε στο Μαραθώνα κι αυτό μαραζώνει παρατημένο  εξ’ αιτίας των κληρονόμων του. Και συνεχίζω.

 Το σπίτι ήταν γεμάτο μνήμες. Ξύλινα πατώματα φαγωμένα από τα χρόνια, πέτρινοι τοίχοι, ασπρόμαυρες μικρές φωτογραφίες που η κάθε μια σέρνει την ιστορία της, χαμηλές ξύλινες πόρτες με πανάρχαιους μεντεσέδες και μυρωδιά απ’ το τζάκι που σου έρχεται να χωθείς μέσα του κι ας γίνεις στάχτη. Το σαλόνι ήταν στ’ αριστερά της εισόδου, με ένα κατάλευκο τριθέσιο καναπέ, ένα πίνακα με κεντημένους μεταξοσκώληκες και τρεις ή τέσσερις πολυθρόνες από αυτές τις χωριάτικες. Στο πέτρινο πλατύσκαλο της εσωτερικής σκάλας βρισκόταν η είσοδος της κουζίνας με τη πορτούλα που οδηγεί στη πίσω αυλή, που υπήρχαν κούτσουρα για το τζάκι. Στα δεξιά το μπάνιο με το θαμπό μωσαϊκό, το στρογγυλό γρατζουνισμένο καθρέφτη και τη λευκή κεντημένη κουρτίνα. Η σκάλα που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια έτριζε τόσο ώστε να μην περάσει απαρατήρητος όποιος τη χρησιμοποιεί. Τσάκισα χωρίς ανάσα ένα μεγάλο μπιφτέκι με πατάτες τηγανιτές και την έκανα για το σαλόνι. Καθισμένοι γύρω απ’ το τζάκι με περίμεναν ο Χάρης(φίλος μου και συγκάτοικος του Γιώργου) τέσσερις-πέντε φίλοι τους και μια σκύλα τσέπης η Μηλίτσα. Τα πειράγματα δείναν και πέρναν. 

Λόγια, παιδικές αναμνήσεις, γκομενικά, ιστορίες απ’ το στρατό μέχρι που νυστάξαμε. Ένας ένας πήγαινε να την πέσει. Η παλιά ντιβανοκασέλα  βρισκόταν στο πάνω πάτωμα δίπλα ακριβώς από τη χιλιοπατημένη σκάλα, απέναντι από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Το ρεσιτάλ ροχαλίσματος των διπλανών καθώς και η απότομη αλλαγή περιβάλλοντος, ήταν οι λόγοι που στριφογύριζα στο κρεβάτι για καμιά ώρα. Τελικά αφέθηκα κι εγώ...

 έτσι νόμιζα δηλαδή. Ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που κατάφερε ανενόχλητα  ν’ ανοίξει την τζαμόπορτά μου. Μυρωδιά από σκόνη και μπαρούτι γέμισε το δωμάτιο. Δυνατοί κρότοι και πυροβολισμοί γέμισαν την ατμόσφαιρα. Σηκώθηκα και πλησίασα στο παράθυρο για να δω τι γίνεται, αν αυτός ο θόρυβος είναι στην πραγματικότητα ή βλέπω κάποιον εφιάλτη. Με το που βγαίνω στο μπαλκόνι ένα πελώριο κύμα με παρέσυρε. Άρχισα να κολυμπάω με όλη μου τη δύναμη. Μετά βίας κατάφερα να ανέβω στο κατάστρωμα ενός παμπάλαιου καραβιού από αυτά τα μεγάλα που βλέπουμε στις ταινίες εποχής. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα πολλά καράβια με τα πανιά τους να καίγονται, κανόνια να εκτοξεύουν πυρά, τα αυτιά μου να βουίζουν από τους απανωτούς κρότους. Η θάλασσα να είναι κόκκινη από το αίμα, πτώματα να επιπλέουν στο νερό, βάρκες με ανθρώπους να βυθίζονται. Ξαφνικά μία γυναίκα με διέταξε:- Τι χασομεράς ρε Ελληνόπουλο; Χάνουμε την Ύδρα μας! Πιάσε ένα κανόνι και ρίχνε στον εχθρό, να τον εξολοθρεύσουμε! – Κάπου σας ξέρω… της απάντησα. :- Εγώ είμαι η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η περήφανη Ελληνίδα. Το επαναστατικό πνεύμα ξύπνησε μέσα μου. Έβγαλα την βρεγμένη μου μπλούζα και άρπαξα ένα κανόνι. Η μία βολίδα έφευγε με φόρα μετά την άλλη. Φωνές και ουρλιαχτά γέμιζαν το τοπίο ενώ οι φωτιές έσβηναν σιγά σιγά. Όταν ο ήλιος άρχισε να βγαίνει ήρθε η ηρωική καπετάνισσα και μου έσφιξε το χέρι. 

Έκανα μεταβολή και μπήκα στο δωμάτιο μου. Με μια απότομη κίνηση πετάχτηκα μούσκεμα στον ιδρώτα και με ένα λαχάνιασμα που μου έκοβε την ανάσα. Ήπια λίγο νερό, κοίταξα έξω, γύρισα πλευρό και ξανακοιμήθηκα. Το πρώτο φως της ημέρας έπεσε καταπάνω μου με τέτοια φόρα σαν να μου’ λεγε ¨-Σήκω όπως είσαι¨. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω δευτερόλεπτο να πάει χαμένο... ήθελα να διαδώσω στην παρέα την βραδινή μου περιπέτεια. Κατέβηκα, πλύθηκα, ντύθηκα και μπούκαρα στη κουζίνα για να μην ενοχλήσω τους άλλους. Ο Νικολά (μισός Γερμανός) είχε αναλάβει το πρωινό(το οποίο είχε απ’ όλα, εύγε!), ενώ ο Γιώργος έφερνε ξύλα για το τζάκι και τη σόμπα. Ο τετράποδος ήρωας της παρέας (Μηλίτσα) ξύπνησε τους υπόλοιπους γαυγίζοντας με τρέλα, οι οποίοι άρχισαν να καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλον. Ζεστοί καφέδες, φρούτα, κέικ σοκολάτας και μια απίστευτη ποικιλία μπισκότων μας περίμεναν στο τραπέζι εκείνο το πρωί. Παρόλο που ο ήλιος στεκόταν ακμαιότατος πάνω απ’ τα σάπια κεραμίδια της σκεπής, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά λες και το ‘χε βάλει αμέτι μου χαμέτι μου να ξεριζώσει όλες τις ελιές και να τις πάρει μαζί του. 

Βγήκα απ’ τη πόρτα και το βλέμμα μου χάθηκε στον ορίζοντα και στη γραφικότητα του χωριού. Μπερδεμένα χρώματα στον ουρανό κάνανε πάρτυ. Όμοια πέτρινα σπίτια με το καπνό να ξεγλιστράει απ’ τις αδύνατες καμινάδες. Εκείνη τη στιγμή μια αναλαμπή έσκασε σαν πυροτέχνημα μέσα μου. Η  χθεσινοβραδινή εμπειρία ένα ντεζαβού ήτανε και τίποτα παραπάνω, είπα. Στην προηγούμενη ζωή ήμουνα ήρωας του ’21 ή ο γαλατάς της γειτονιάς ή κομπάρσος στο Όσα Παίρνει ο Άνεμος… ότι και να ήμουνα τέλος πάντων δεν έχει σημασία.  Μπήκα και έπιασα μια γωνιά του καναπέ κρατώντας το φλιτζάνι μου που είχε αρχίσει να παγώνει. Μετά από αρκετή ώρα και με βαριά καρδιά τους αποχαιρέτησα και την έκανα για το σταθμό. Επειδή έτσι είναι η παράδοση, η μοίρα, το κισμέτ τα καλά να κρατάνε πάντα λίγο…                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφιέρωμα | Γουίλιαμ Γκόλντιγκ | Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος

  Ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ γεννήθηκε το 1911 στην Κορνουάλη, όπου και πέθανε το 1993. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, επάγγελμα που θα επέλεγε τελ...