Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

ΑΧ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΜΟΥ




Πετάς εδώ, πετάς εκεί, πετάς και παραπέρα. Πετάς στη γη, στον ουρανό, πετάς και στον αέρα. Κι ένα βουνό γεμάτο «γιατί» ξαφνικά ορθώνεται μπροστά μου. Γιατί πεταλούδα μου; Γιατί δεν σου αρέσω; Επειδή είσαι πολύχρωμη σαν την άνοιξη κι εγώ είμαι γκρίζος σαν τον ουρανό του φθινοπώρου; Και το γκρίζο έχει τη γοητεία του. Γιατί; Σε ρωτάω! Τι σου έκανα; Μήπως στην έπεσα απότομα και δεν το κατάλαβα; Μήπως κατά λάθος σε πρόσβαλα; Είπα κάτι που δεν έπρεπε; Γιατί ήρθες να μου κλέψεις την καρδιά; Χωρίς να με ρωτήσεις. Εγώ έχω άλλες ασχολίες. Μένω εδώ για να κρατάω συντροφιά στους φιλοξενούμενούς μου. Δεν μπορώ να τρέχω από πίσω σου. Κουράζομαι ο δύστυχος και κάνει και ζέστη. Εσύ ήρθες. Ξαφνικά. Να μου ταράξεις τα ήρεμα νερά. Κι έτσι ξαφνικά πάλι εξαφανίζεσαι. Και χάνεσαι. Πέρα μακριά. Ποιος κλέφτης άνεμος σε πήρε;



Γιατί πεταλούδα μου; Είσαι όμορφη. Είσαι έξυπνη. Είσαι μοναδική. Αν με άφηνες θα άνοιγα τα φτερά μου και θα σε έπαιρνα μαζί μου να πετάξουμε στα βάθη της ανατολής ή στα αστέρια. Βλέπεις πεταλούδα μου; Είμαι και ρομαντικός εκτός από όμορφος. Θα ήμασταν το τέλειο ζευγάρι. Αν με άφηνες θα έγραφα ποιήματα για σένα επειδή ο έρωτας εμπνέει. Μάτια γαλάζια σαν τη θάλασσα. Χείλη κόκκινα σαν τη φωτιά. Ένας άνεμος αντάρτης φύσηξε και μας έφερε πιο κοντά. Είδες; Στα έχει πει άλλος αυτά;

Λένε πως οι καλοκαιρινοί έρωτες δεν κρατάνε για πολύ. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Να κρατούσε συντροφιά ο ένας στον άλλον. Θα πηγαίναμε μαζί στην παραλία και θα κάναμε ηλιοθεραπεία πίνοντας μοχίτο. Και μετά για φαγητό. Και το βράδυ πάλι για ποτό. Και θα βλέπαμε μαζί το φεγγάρι αγκαλιά. Αλλά εσύ δεν με θέλεις γιατί είμαι τζιτζίκι. Τι κακό έχουν τα τζιτζίκια δηλαδή; Δεν μπορώ να σε καταλάβω.
Δηλαδή τα τζιτζίκια δεν έχουνε καρδιά; Δεν έχουνε αισθήματα; Τι μου ζήτησες και δεν το έκανα; Ένα πυροτέχνημα είσαι. Ναι. Αυτό ακριβώς είσαι. Τόσο κράτησε η λάμψη σου. Αν αποφάσιζες να μείνεις στη ζωή μου η λάμψη σου θα κρατούσε για πάντα. Όχι ένα, αλλά χιλιάδες πυροτεχνήματα.


Ξέρεις πεταλούδα μου. Από αυτή τη ζωή όλοι είμαστε περαστικοί. Γεννιόμαστε, μαθαίνουμε να πετάμε, ερωτευόμαστε, ζούμε για κάποια χρόνια και μετά τέλος. Αλλά δεν μου αρέσουνε οι μαύρες σκέψεις. Πώς να το κάνουμε όμως; Κι εσύ, κι εγώ στον ίδιο παρανομαστή είμαστε.

Έλα μικρή μου πεταλούδα να γράψουμε μαζί τη δική μας ιστορία. Για κοίτα τον συγγραφέα! Ξύπνησε το πουλάκι μου, έφτιαξε καφέ, άνοιξε το τετράδιό του και γράφει. Θα μπορούσε να γράψει για μένα. Θα μπορούσε να γράψει για τον έρωτά μας. Γιατί εξαφανίστηκες πεταλούδα μου; Δώσε μου ένα σου σημάδι. Το λέει και το τραγούδι. Ένα σημάδι σου περιμένω. Μέχρι να ξημερώσει θα περιμένω. Θα ξενυχτίσω στα σκαλοπάτια σου. Αυτό είναι άλλο τραγούδι. Έχω και μεγάλο ρεπερτόριο. Πεταλούδα μου. Αχ! Πεταλούδα μου. Περιμένω.









Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ



Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στην Σμύρνη στις 27 Απριλίου το 1748 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 6 Απριλίου το 1833. Ήταν Έλληνας φιλόλογος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού. Ο Κοραής είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και μνημονεύεται, ανάμεσα σε άλλα, ως πρωτοπόρος στην έκδοση έργων αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά και για τις γλωσσικές του απόψεις στην υποστήριξη της καθαρεύουσας, σε μια μετριοπαθή όμως μορφή της, με σκοπό την εκκαθάριση των πλείστων ξένων λέξεων που υπήρχαν στη γλώσσα του λαού.



Ήταν τόσο σπουδαίος/celebrity/famous, λοιπόν, που δώσανε το όνομά του σε ολόκληρο καράβι. Ένα πελώριο καράβι που ξεκινάει το μακρύ του ταξίδι κάθε πρωί στις επτά από το διάσημο λιμάνι του Πειραιά και ταξιδεύει στις όμορφες Κυκλάδες. Με αυτό ακριβώς το καράβι έφτασε σήμερα το πρωί στην Κύθνο και ο συγγραφέας που δεν ξέρω πως τον βάπτισε ο παπάς.



Καλά, αυτός δεν είναι συγγραφέας, το τσίρκο Medrano είναι. Κρατούσε μια κίτρινη βαλίτσα με ρόδες και φορούσε κόκκινη βερμούδα, πράσινα παπούτσια, μπλε μπλουζάκι, άσπρο καπέλο και μαύρα γυαλιά. Ήθελα να ‘ξερα. Αν πήγαινε στο καρναβάλι της Πάτρας πως θα ήτανε ντυμένος;



Ο Χάρης, έτσι θα αποκαλώ τον Αυτοκράτορα από δω και πέρα το αποφάσισα, τον υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο. Πρέπει να γνωρίζονται από χρόνια αυτοί οι δυο. Πήρε την κίτρινη βαλίτσα και τον οδήγησε στο δωμάτιό του. Ο συγγραφέας, που δεν είναι και τόσο διάσημος αλλιώς θα τον ήξεραν και οι πέτρες, αντί να φορέσει το μαγιό του και να κολυμπήσει στα καταγάλανα νερά, κάθισε αναπαυτικά στη λευκή καρέκλα της βεράντας και άρχισε να μιλάει στο κινητό. Ήθελε να πει σε όλους πως έφτασε στο νησί της Κύθνου και πόσο όμορφο είναι.


Εγώ είχα στήσει αυτί. Το ξέρω δεν θα έπρεπε κανονικά. Αλλά βαριέμαι το είπαμε αυτό. Δεν είχα καμία διάθεση να πετάξω σε άλλο δωμάτιο ούτε να κατέβω στα Μαρτινάκια και να φλερτάρω τις τουρίστριες οι οποίες είχαν αρπάξει από τον καυτό ήλιο και μοιάζανε με αστακοί.


Μετά από λίγη ώρα ο συγγραφέας – θα το μάθω το όνομά του κάποια στιγμή – έκανε ένα ντουζ, άλλαξε ρούχα και πήγε στο Ιταλικό εστιατόριο που βρίσκεται στα Μαρινάκια και το έχει ένας Ιταλός που είναι πολύ ωραίος τύπος. Πήγα κι εγώ μαζί του για να γνωριστούμε καλύτερα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι του πνεύματος. Πιστεύω ότι κάτι έχεις να κερδίσεις από αυτούς. Πέντε πράγματα θα ξέρουν παραπάνω για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη ζωή!


Έκατσε στο ακριανό τραπέζι με την πιο όμορφη θέα. Παρήγγειλε καρμπονάρα. Περίμενε σαν καλό παιδί. Το μυαλό του ταξίδευε. Που όμως; Είμαι σίγουρος ότι ήταν χωμένος στις σκέψεις του. Αν κλείδωσε το σπίτι φεύγοντας. Αν έκλεισε το θερμοσίφωνο. Αν πήρε μαζί του αντηλιακό και ωτασπίδες. Κάτι τέτοια κουλά θα σκεφτόταν κόβω το κεφάλι μου.


Έφαγε όλη τη μακαρονάδα. Πεινούσε πολύ. Αν μπορούσε θα έτρωγε και το πιάτο ακόμα. Πλήρωσε κι έφυγε. Κατέβηκε τα σκαλιά και περπάτησε κατά μήκος της παραλίας. Είχε ιδρώσει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είχε φτάσει στο δωμάτιό του. Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και μετά σιωπή. Να με τρώει η περιέργεια η οποία μπορεί να σκότωσε τη γάτα αλλά όχι τον Τζίτζι.


Κι εκεί που λέω στον εαυτό μου – Κοιμήσου Τζίτζι. Τελείωσε το σόου. Ακούω από το δωμάτιο του συγγραφέα ένα ροχαλητό. Μα ένα ροχαλητό. Λες και περνούσε τρένο. Ο Χριστός και η Παναγία και οι δώδεκα Απόστολοι! Τον άφησα να κοιμηθεί και κατέβηκα στην παραλία να ρίξω μια βουτιά.

  










Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ




Το σπίτι του Αυτοκράτορα Ανδριανού – νομίζω έτσι τον λένε στο έργο που παίζει στο θέατρο – έχει πέντε δωμάτια. Δυο επάνω και τρία κάτω. Είναι όλα ίδια. Άσπρα. Με κόκκινα κάγκελα για να διαφέρει από όλα τα άλλα. Επίσης έχει δεμένα καλάμια για να έχουν σκιά οι από κάτω. Τις περισσότερες φορές εκεί πάω και αράζω και αν έχει πολύ ζέστη αρχίζω το τραγούδι και τους χαλάω την ησυχία. Αλλά δεν με νοιάζει. Δηλαδή συγγνώμη. Οι μύγες δεν τους ενοχλούν; Που είναι και βρωμιάρες. Τα κουνούπια; Που τσιμπάνε κιόλας. Εγώ είμαι ένα μικρό – σε μέγεθος πάντα – κι αθώο τζιτζίκι με ονοματεπώνυμο για να μη ξεχνιόμαστε.


Τα δωμάτια του Αυτοκράτορα – πρέπει άμεσα να θυμηθώ το όνομά του δεν γίνεται να τον αποκαλώ σε όλο το βιβλίο έτσι τον χριστιανό – είναι πολύ άνετα. Έχω μπει μέσα. Διακριτικά και αθόρυβα. Ξύλινα παραδοσιακά κρεβάτια. Ντουλάπα για τα ρούχα. Μπάνιο με καυτό νερό και κουζινικά σε περίπτωση που πεινάσουν οι τουρίστες να μπορούν να μαγειρέψουν κάτι πρόχειρο να μην τρέχουν στο λιμάνι μέσα στη νύχτα.


Το ομορφότερο και το πιο σπουδαίο απ’ όλα είναι η θέα. Το πρωί όταν βγαίνει ο ήλιος δεν έχω ιδέα τι γίνεται γιατί κοιμάμαι του καλού καιρού μαζί με τους τουρίστες. Την ώρα όμως που γίνεται το ηλιοβασίλεμα το σκηνικό είναι σκέτη μαγεία. Ένας πελώριος ήλιος χαρίζει απλόχερα τα απαλά χρώματά του στον ουρανό και δίνει τη θέση του στο φεγγάρι με τα χιλιάδες αστέρια. Θα ήθελα να ταξιδέψω μέχρι το φεγγάρι αλλά φοβάμαι τα ύψη. Γιατί μπορεί να είμαι τζιτζίκι με φτερά αλλά είμαι και κομματάκι δειλός. Ο άνθρωπος μπορεί να τα κατάφερε αλλά περάσανε πολλά χρόνια για να συμβεί αυτό.


Η θάλασσα είναι κοντά στα δωμάτια του Αυτοκράτορα που δεν θυμάμαι ποιο είναι το κανονικό του όνομα. Είναι τόσο κοντά που οι τουρίστες κυκλοφορούν συνέχεια με τα μαγιό τους. Κατεβαίνουν μόνο πέντε σκαλάκια και μπλούμ και μέσα στο νερό.



Το νερό της θάλασσας είναι πεντακάθαρο. Νομίζεις ότι μπορείς να το πιείς άμα διψάσεις πολύ. Αλλά βλακεία είπα. Δεν μπορείς γιατί έχει πολύ αλάτι. Και ψαράκια έχει που κολυμπούν ευτυχισμένα και γαργαλάνε τις πατούσες των κολυμβητών. Το νερό νομίζω ότι έχει πολύ καλή θερμοκρασία γιατί όλοι αυτοί οι επισκέπτες όταν μπαίνουν πλατσουρίζουν με τις ώρες και ξεχνάνε να βγουν. Όλοι. Όλοι εκτός από έναν. Έναν δίμετρο συγγραφέα, φίλο του Αυτοκράτορα, ο οποίος επισκέφθηκε το νησί για πρώτη φορά και αντί να κολυμπάει στα όμορφα νερά όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνέχεια τρώει και κοιμάται. Αυτός γεννήθηκε κουρασμένος. Κόβω τα φτερά μου!   




Δευτέρα 8 Ιουλίου 2019

ΕΝΑΣ ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΘΝΟ






Με λένε Τζίτζι Τζιτζίκογλου και είμαι και γαμώ τα τζιτζίκια. Είμαι στην εφηβεία μου οπότε βαριέμαι τα πάντα. Τα πάντα εκτός από το να τραγουδάω όταν κάνει ζέστη. Κάθε καλοκαίρι, που κάνει αφόρητη ζέστη, εμείς τα τζιτζίκια ζεσταινόμαστε. Σκάει ο τζίτζικας που λέει κι ο λαός. Τα άλλα τζιτζίκια δεν με απασχολεί τι κάνουν. Εγώ ζεσταίνομαι και τραγουδάω. Νησιώτικα. Ε, αφού μένω σε νησί τι θα τραγουδούσα; Όπερα; Μπού χα χα. Κρύο το αστείο μου αλλά χρειάζεται γιατί η ρουφιάνα η θερμοκρασία έχει ανέβει στα ύψη.

Το όμορφο νησί μου λέγεται Κύθνος. Βρίσκεται στις Κυκλάδες. Και οι Κυκλάδες βρίσκονται στο Αιγαίο Πέλαγος. Και το Αιγαίο Πέλαγος βρίσκεται στην Ελλάδα. Αυτή η χώρα είναι γεμάτη πανέμορφα νησιά με κρυστάλλινα νερά και εξωτικά μέρη.

Στην Κύθνο, όλα τα σπίτια είναι ίδια. Είναι άσπρα με μπλε πόρτες και παράθυρα. Το δικό μου το σπίτι, που δεν είναι δικό μου, βρίσκεται σε μια μαγευτική παραλία που τη λένε Μαρτινάκια. Το σπίτι ανήκει σε έναν Αυτοκράτορα. Δεν είναι αληθινός Αυτοκράτορας. Κανονικός άνθρωπος είναι. Ηθοποιός στο επάγγελμα. Το χειμώνα παίζει στο θέατρο τον Αυτοκράτορα και το καλοκαίρι έχει στα Μαρτινάκια «Rooms to let». Ενοικιαζόμενα δωμάτια το λένε στα Ελληνικά όπου έρχονται οι τουρίστες και παραθερίζουν.
Συνεχίζεται…