Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ



Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στην Σμύρνη στις 27 Απριλίου το 1748 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 6 Απριλίου το 1833. Ήταν Έλληνας φιλόλογος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού. Ο Κοραής είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και μνημονεύεται, ανάμεσα σε άλλα, ως πρωτοπόρος στην έκδοση έργων αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά και για τις γλωσσικές του απόψεις στην υποστήριξη της καθαρεύουσας, σε μια μετριοπαθή όμως μορφή της, με σκοπό την εκκαθάριση των πλείστων ξένων λέξεων που υπήρχαν στη γλώσσα του λαού.



Ήταν τόσο σπουδαίος/celebrity/famous, λοιπόν, που δώσανε το όνομά του σε ολόκληρο καράβι. Ένα πελώριο καράβι που ξεκινάει το μακρύ του ταξίδι κάθε πρωί στις επτά από το διάσημο λιμάνι του Πειραιά και ταξιδεύει στις όμορφες Κυκλάδες. Με αυτό ακριβώς το καράβι έφτασε σήμερα το πρωί στην Κύθνο και ο συγγραφέας που δεν ξέρω πως τον βάπτισε ο παπάς.



Καλά, αυτός δεν είναι συγγραφέας, το τσίρκο Medrano είναι. Κρατούσε μια κίτρινη βαλίτσα με ρόδες και φορούσε κόκκινη βερμούδα, πράσινα παπούτσια, μπλε μπλουζάκι, άσπρο καπέλο και μαύρα γυαλιά. Ήθελα να ‘ξερα. Αν πήγαινε στο καρναβάλι της Πάτρας πως θα ήτανε ντυμένος;



Ο Χάρης, έτσι θα αποκαλώ τον Αυτοκράτορα από δω και πέρα το αποφάσισα, τον υποδέχτηκε με μια ζεστή αγκαλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο. Πρέπει να γνωρίζονται από χρόνια αυτοί οι δυο. Πήρε την κίτρινη βαλίτσα και τον οδήγησε στο δωμάτιό του. Ο συγγραφέας, που δεν είναι και τόσο διάσημος αλλιώς θα τον ήξεραν και οι πέτρες, αντί να φορέσει το μαγιό του και να κολυμπήσει στα καταγάλανα νερά, κάθισε αναπαυτικά στη λευκή καρέκλα της βεράντας και άρχισε να μιλάει στο κινητό. Ήθελε να πει σε όλους πως έφτασε στο νησί της Κύθνου και πόσο όμορφο είναι.


Εγώ είχα στήσει αυτί. Το ξέρω δεν θα έπρεπε κανονικά. Αλλά βαριέμαι το είπαμε αυτό. Δεν είχα καμία διάθεση να πετάξω σε άλλο δωμάτιο ούτε να κατέβω στα Μαρτινάκια και να φλερτάρω τις τουρίστριες οι οποίες είχαν αρπάξει από τον καυτό ήλιο και μοιάζανε με αστακοί.


Μετά από λίγη ώρα ο συγγραφέας – θα το μάθω το όνομά του κάποια στιγμή – έκανε ένα ντουζ, άλλαξε ρούχα και πήγε στο Ιταλικό εστιατόριο που βρίσκεται στα Μαρινάκια και το έχει ένας Ιταλός που είναι πολύ ωραίος τύπος. Πήγα κι εγώ μαζί του για να γνωριστούμε καλύτερα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι του πνεύματος. Πιστεύω ότι κάτι έχεις να κερδίσεις από αυτούς. Πέντε πράγματα θα ξέρουν παραπάνω για τον έρωτα, για την αγάπη, για τη ζωή!


Έκατσε στο ακριανό τραπέζι με την πιο όμορφη θέα. Παρήγγειλε καρμπονάρα. Περίμενε σαν καλό παιδί. Το μυαλό του ταξίδευε. Που όμως; Είμαι σίγουρος ότι ήταν χωμένος στις σκέψεις του. Αν κλείδωσε το σπίτι φεύγοντας. Αν έκλεισε το θερμοσίφωνο. Αν πήρε μαζί του αντηλιακό και ωτασπίδες. Κάτι τέτοια κουλά θα σκεφτόταν κόβω το κεφάλι μου.


Έφαγε όλη τη μακαρονάδα. Πεινούσε πολύ. Αν μπορούσε θα έτρωγε και το πιάτο ακόμα. Πλήρωσε κι έφυγε. Κατέβηκε τα σκαλιά και περπάτησε κατά μήκος της παραλίας. Είχε ιδρώσει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είχε φτάσει στο δωμάτιό του. Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και μετά σιωπή. Να με τρώει η περιέργεια η οποία μπορεί να σκότωσε τη γάτα αλλά όχι τον Τζίτζι.


Κι εκεί που λέω στον εαυτό μου – Κοιμήσου Τζίτζι. Τελείωσε το σόου. Ακούω από το δωμάτιο του συγγραφέα ένα ροχαλητό. Μα ένα ροχαλητό. Λες και περνούσε τρένο. Ο Χριστός και η Παναγία και οι δώδεκα Απόστολοι! Τον άφησα να κοιμηθεί και κατέβηκα στην παραλία να ρίξω μια βουτιά.

  










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου