Γιάννη καλησπέρα! Γράφεις ασταμάτητα όμορφα βιβλία που μιλάνε στις
καρδιές χιλιάδων αναγνωστών. Πότε ξεκουράζεσαι;
Ξεκουράζομαι όταν τα βιβλία μου
αγκαλιάζονται από τις φίλες και τους φίλους που τα ξεχωρίζουν και τ’ αγαπούν,
θα έλεγα, αλλά ίσως αυτό να ακούγεται λίγο εξυπνακίστικο, ίσως και κλισέ. Γι’
αυτό, θα σου πω ότι πρώτιστα, ξεκουράζομαι τα βράδια και στον καναπέ μου. Μη
ξεχνάς επιπλέον, ότι είμαι επιφορτιζόμενος και με την ευθύνη των εκδόσεων του
Ανέμου. Αλλ’ αυτό, είναι άλλο ένα κομμάτι της καθημερινότητας, που με
αποφορτίζει από τα δικά μου αντί να με κουράζει επιπλέον. Ενέχει σημαντικές
αποφάσεις, ρίσκο, αλλά και όνειρο και πάνω απ’ όλα συμπόρευση. Μοιράζομαι τη
λαχτάρα άλλων συγγραφέων που εκδίδονται από τον Άνεμο κι ακολουθώ τα βιβλία
τους σ’ όλα τα στάδια της παραγωγής του. Αυτό μου κάνει καλό, αισθάνομαι ότι
προσφέρω. Κι αυτό για την ανά περιόδους συγγραφής συχνά ακανόνιστη ψυχική μου
κατάσταση, είναι πάντα το έρμα μου κι ένα βάλσαμο, πέρα από τα δικά μου
χειρόγραφα που περιμένουν συχνά ημιτελή ως να γίνουν κι αυτά, βιβλία.
Ξεχωρίζεις κάποια από τα βιβλία σου; Και αν ναι, ποια είναι αυτά; Αν
όχι, ποιους χάρτινούς σου ήρωες ξεχωρίζεις;
Επειδή η απάντησή μου είναι
δεδομένα κι εκ προοιμίου όχι, θα διαφύγω δια της πλάγιας οδού και θα σου πω,
ότι αγαπώ ηρωίδες και ήρωες από τα βιβλία μου. Κι αν η σειρά που τους παραθέτω
δίνει ένα στίγμα, τότε θα βρούμε κάποιο νόημα. Μετά από δυόμισι δεκαετίες και
κάτι παραπάνω είμαι ακόμα ερωτευμένος από τη Βασιλική μου από τη «Μυρωδιά σου
στα σεντόνια μου», τόσο για τον ιδανικό και ταυτόσημο με μένα συναισθηματικό
της κόσμο, όσο και για την ανυπόταχτη ψυχή της.
Αυτή η μορφή στοίχειωσε τόσο το
μυαλό μου, που την πήρα μαζί με την φίλη της για να μην είναι μόνη και στο δεύτερό
μου μυθιστόρημα, το «Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”» κι από τότε ζει
πάντα μέσα μου σα να υπήρξε στ’ αλήθεια. Σε κείνο βέβαια το βιβλίο, δημιούργησα
την Λουκία, που ’χε ξεχάσει να ζήσει ως τον σεισμό του ’99 κι εγώ, όχι της
ξαναδίνω πνοή και την καλοπαντρεύω με το πιο γοητευτικό άντρα του βιβλίου και
τη στέλνω να ζήσει στα βόρεια προάστια, αλλά την επιστρέφω στα χρόνια της
κρίσης πίσω στην αστική ζώνη, κάνοντάς την, την απόλυτη ηρωίδα μου στο
«Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης».
Αγάπησα πολύ επίσης, την Άννα από
το «Κρατάς μυστικό;», ένα κορίτσι γεμάτο ζωή κι ελπίδες, αλλά και αδιέξοδα.
Εξιδανίκευσα επίσης μέσα μου, την
Αντιγόνη από το «Χτύπα το φίδι στο κεφάλι» γιατί μαζί με εκείνη μοιράστηκα τη
δική της μοίρα, λούφαξα στα χρόνια των πόλεμων κι έφτασα να την ταξιδέψω ως την
Αμερική, ώστε να της δώσω την ευκαιρία να γεννηθεί ξανά.
Σχεδόν εξίσου αγάπησα την Κατερίνα
και τον Παύλο από «Το σπίτι με τις κλειδαριές», γιατί πρόκειται για δυο
πλάσματα που έπλασαν τον δικό τους κοινό όμορφο κόσμο, πέρα από την ασχήμια της
εποχής και τον σταυρό που σήκωνε καθένας από τους δυο και δεν θα ξεχάσω τη μαμά
και πεθερά Μπεάτα, που αποτελεί το τρολ του βιβλίου με το χιούμορ και την
ελαφρότητα της ψυχής της.
Ακολουθούν η θεία Πέρσα κι η
ανιψιά της Ισμήνη, που θα αναζητήσουν την ελευθερία και την ευτυχία στο «Είχε
λιακάδα σήμερα».
Εξέχουσα θέση στην ψυχή μου
κατέχει κι η Στέλλα των 49 της χρόνων στο «Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης», που μέσα
από μια εσωτερική ανασκόπηση κι αναθεώρηση των σημαντικότερων στιγμών της ζωής
της, θα την αλλάξει με προσανατολισμό στο φως μ’ ένα απλό SMS, αλλά έχει αξία
ν’ ακολουθήσει ο αναγνώστης τη διαδρομή των συνειρμών μέσα της και να μοιραστεί
το πώς αυτό συνέβη έτσι απλά.
Βέβαια επειδή «Έτσι απλά
συμβαίνουν όλα» θα σου ομολογήσω ότι έχω ακόμα ζωντανά τα πρόσωπα της Ρόζας που
αναζητάει το δικό της έρμα, της μάνας της Μάρθας που είναι το πρόσωπο-κλειδί
στο συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και αυτό της Ευδοκίας, που χτυπημένη από
ανελέητους καρκίνους, θα επιλέξει η ίδια τον τρόπο που θέλει να φύγει από τη
ζωή, πριν η εξαθλίωση την αποτελειώσει σε κάποιο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Δεν λησμονώ εξίσου τον Γαβριήλ στο «Εκείνος που άκουγε τις επιθυμίες των άλλων»
που θα διηγηθεί ξανά την κοινή του ιστορία ζωής με την Αγγελική του που
κινδυνεύει, σ’ ένα τετράδιο με μολύβι που δεν σβήνει ό,τι γράφει, κάνοντας μια
συνολική αναδρομή στα κοινά τους χρόνια εξομολογούμενος έτσι όπως δεν έχει
μέχρι το ξεκίνημα του βιβλίου, το χάρισμα και τον βαθμό κατά τον οποίον αυτό
έχει κάνει τη ζωή τους ευτυχισμένη.
Τέλος, δεν μπορώ να μη φωτίσω λίγο
και το ψαράκι μου τον Έλβις, τον Κοχύλη που μιλάει με τη μάνα Θάλασσα κι όλα τα
πλασματάκια από το βιβλίο μου «Μα, το ψάρι είναι φρούτο» στο οποίο πλάσματα που
δε μιλάνε τη γλώσσα μας, όχι μόνο το κάνουν, αλλά περιγράφουν τον κόσμο μας με
απόλυτη πιστότητα.
Ξεχωριστή θέση μέσα μου έχουν τα
δύο πρόσωπα από το θεατρικό μου έργο, που ‘χει τον τίτλο «Το ασανσέρ των
οκτώμισι», εκεί όπου κλείνονται μέσα στο ίδιο ασανσέρ μια άνεργη κομμώτρια που
εξυπηρετεί μια στριμμένη κυρία για ψίχουλα κι ένας άνεργος χημικός μηχανικός,
δυο άνθρωποι ετερόκλητοι απ’ αλλού φερμένοι και γι’ άλλα ο καθένας, αλλά θ’
ανακαλύψουν τους κοινούς τους τόπους. Είμαι σίγουρος ότι σας ζάλισα, αλλά είναι
και πολλά τα βιβλία…
Το «Έτσι απλά συμβαίνουν όλα» είναι το τελευταίο σου βιβλίο και έχει
αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές. Πως αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Θ’ ακουστεί σίγουρα ματαιόδοξο,
αλλά από τη μια έχω συνηθίσει, ταυτόχρονα όμως αγωνιώ για κάθε καινούργιο
βιβλίο σα πρωτάκι από την αρχή. Η αλήθεια είναι πως φανερά οι κριτικές που έχω
πάρει χαρακτηρίζουν το σύνολο του ως τώρα συγγραφικού μου έργου κι είναι στο
σύνολό τους αξιόλογες, πολλές απ’ αυτές, λειτουργούν μέχρι και ψυχαναλυτικά
μέσα μου, δικαιώνοντας τον κόπο μου παράλληλα. Τώρα, αν υπάρχουν και αρνητικές
κριτικές, αυτό δε συμβαίνει στα φανερά, έτσι δεν το γνωρίζω. Σίγουρα θα
υπάρχουν. Αλλά κάθε βιβλίο είναι ένα κομμάτι από μένα, μια εποχή, η οπτική μου
έτσι όπως διαμορφώνομαι και γω ο ίδιος στο χρόνο που κυλάει. Αυτό έχει τη
μέγιστη σημασία στη συγγραφή βιβλίων. Να ’σαι καλά μέσα σου μ’ ό,τι παραδίδεις
και θα αγγίξει τις ψυχές όσων μοιάζουν με κάποιο τρόπο στη σκέψη ίσως με μένα.
Αν αυτό δεν συμβεί με κάποιους ή κάποιες, αυτό δεν είναι κάτι που με απασχολεί
κι ούτε διαμορφώνει τον τρόπο σκέψης μου, κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω κάτι
καινούργιο.
Θυμάσαι πότε ήταν η πρώτη σου επαφή με τη συγγραφή;
Ναι. Αλλά μου συνέβη κατά κάποιον
τρόπο σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήτανε πριν κλείσω τα εννιά μου χρόνια, όταν
απέκτησα την πρώτη μου γραφομηχανή. Αρνούμενος να μάθω το αποστειρωμένο τυφλό
σύστημα, άρχισα να γράφω τα πρώτα μου κείμενα κι είναι κρίμα που δεν τα ’χω
κρατήσει, αφού διηγιόμουν ένα πλήθος πράγματα που μου συνέβαιναν. Στα δεκάξι,
ολοκλήρωσα ένα «μυθιστόρημα», χειρόγραφα όμως, γιατί το ’κανα τα βράδια στην
ηλικία των δεκάξι μου ετών, γιατί γραφόταν βράδυ και δεν ήθελα να ενοχλώ. Έτσι
συνειδητοποίησα ότι μπορώ να το κάνω, να έχει αρχή, μέση, τέλος, περιγραφές
προσώπων μέσα από συναισθήματα και στιγμές. Αυτό υπάρχει, αλλά δεν πρόκειται
ποτέ να το εκδώσω, αφού δεν ήταν μυθιστόρημα, έμοιαζε περισσότερο με μελλοντικό
δικό μου ημερολόγιο.
Στα είκοσι έξι συνέβη αυτό με
τρόπο οριστικό. Τότε, κάθισα για πρώτη φορά σ’ έναν υπολογιστή απ’ αυτούς της
δεκαετίας του ’90 και χωρίς να ’χω θέμα, άρχισα να πεζογραφώ. Όταν αυτό πέρασε
τις εκατό πρώτες σελίδες σε μορφή βιβλίου, γύρισα στην αρχή του, έκοψα με
θάρρος και το θράσος του αρχάριου τις σαράντα πρώτες σελίδες επειδή ήθελα να
ξεκινάει με δύναμη και γύρισα την αφήγηση σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Τρία χρόνια
τακτικής τριβής χρειάστηκε αυτό. Αλλά όταν γράφτηκαν οι τελευταίες λέξεις του,
αναλύθηκα σ’ ένα βουβό κλάμα που κράτησε ώρα κι ένιωσα περήφανος, γιατί όλα όσα
είχα αφήσει πίσω μου σε λέξεις, ένιωσα πως με δικαίωναν. Έτσι προέκυψε «Η
μυρωδιά σου στα σεντόνια μου», το πρώτο μου βιβλίο που έμελε όχι μόνο ν’
αγαπηθεί στην πρώτη κυκλοφορία του, αλλά να τυπωθεί σε δεκάδες χιλιάδες
αντίτυπα και να με συστήνει ες αεί, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν έχουν
ξαναδιαβάσει ποτέ βιβλίο δικό μου.
Τι είναι αυτό που σε κέρδισε στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας;
Θέλησα να προσεγγίσω την ανθρώπινη
ψυχή μέσα από το διάβασμα και σπούδασα θέατρο για να εισχωρήσω βαθύτερα μέσα
μου, να γνωρίσω τι υπάρχει στις ψυχές των άλλων. Αλλά δουλεύοντας για δεκαπέντε
χρόνια ως επαγγελματίας ηθοποιός, το μόνο που κατάφερα ήτανε να βιοπορίζομαι,
δεν ζούσα αυτό που είχα βιώσει τα χρόνια της δραματικής σχολής. Έτσι ένα
απόγευμα, κάθισα σ’ έναν υπολογιστή αποφασισμένος να αποτυπώσω τις σκέψεις μου
μέσα από τον γραπτό λόγο. Κι αυτό που
υπήρξε η παιδική μου ενασχόληση, έγινε η ζωή μου. Μέσα από το γράψιμο διδάχτηκα
τον τρόπο να αυτοψυχαναλύομαι, να ’μαι ταυτόχρονα σκλάβος και θεός των χάρτινων
ηρώων μου που αποκτούν υφή πραγματικών ανθρώπινων ψυχών, όταν τους γεννάς, έγινα
υπερπαρατηρητικός, έμαθα να αναμετριέμαι με τα συναισθήματά μου κι αυτό το
τελευταίο ξεπερνάει την ιδιότητα μου ως συγγραφέας, κατέληξε να ‘ναι ο
προσωπικός μου τρόπος ζωής.
Διαβάζουν οι νέοι σήμερα βιβλία;
Από την εμπειρία των φεστιβάλ, θα
πω ότι η στατιστική ολοένα χωλαίνει, μικραίνει το ποσοστό. Και συμβαίνει συχνά να βλέπω με λύπη μου, ότι
όταν οι νέοι διαβάζουν το κάνουν για ένα εξειδικευμένο είδος, συνήθως βιβλία
του φανταστικού, αστυνομικά ή θρίλερ. Δεν θα τους«κλέψει» εύκολα τη ματιά ένα
μυθιστόρημα δυνατών συναισθημάτων. Θα προτιμήσουν βιβλία με δράση, ακόμα κι αν αυτά
–όχι όλα- έχουν επιφανειακό χαρακτήρα.
Που οδεύει η σύγχρονη κοινωνία;
Τις απαισιόδοξες μου
στιγμές, θα σου απαντούσα στο έρεβος. Μ’ αρέσει όμως να βλέπω τα
πράγματα από τη φωτεινή τους πλευρά, γράφω βιβλία με προσανατολισμό το φως,
ακόμα κι όταν η υφή τους είναι ολότελα δραματική. Ασχολούμαι και παρατηρώ την
κοινωνία γύρω μου. Πολύ βία και άφθονη επιδερμικότητα διακρίνω. Επιστρέφω στη
σκέψη αγαπημένων μου προσώπων για να θεραπευτώ και γράφω βιβλία για να επηρεάσω
όσες και όσους με διαβάζουν να γίνουν καλύτεροι μετά το τέλος ενός βιβλίου.
Τι θα συμβούλευες έναν νέο συγγραφέα;
Να συνεχίσει να διαβάζει ως
αναγνώστης και να μην εντείνει το υπερεγώ μέσα του, γιατί έτσι θα καταλήξει να
ανακυκλώνεται ξανά και ξανά με αβέβαιο μέλλον. Το κυριότερο είναι να μην έχει
έπαρση, ακόμα κι αν γράφει καλά. Να παραμείνει για πάντοτε, μαθητευόμενος. Έτσι
φρονώ ότι μας θέλει η ίδια η ζωή.
Ποιο είναι το μότο της ζωής σου;
Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας,
κινδυνεύεις να πας εκεί που κοιτάς.
Στείλε το δικό σου μήνυμα στους αναγνώστες του blog.
Θα τους πω, ότι πρέπει να ξυπνάνε
κάθε πρωί ευχαριστώντας την ζωή, που έχουν ακόμα μέσα τους κι αλίμονο, αλλά δεν
είναι παντοτινή. Γι’ αυτό οφείλουν να την αξιοποιούν στο μέγιστό της βαθμό,
κατευθύνοντας την προσωπικότητά τους περισσότερο στα ψυχικά και όχι στα υλικά
αγαθά. Γιατί τα πρώτα είναι και τα πιο πολύτιμα.
Γιάννη σε ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σου. Πάντα επιτυχίες
εύχομαι!!
Να
’σαι καλά Κωνσταντίνε, σ’ ευχαριστώ πολύ για το βήμα που μου έδωσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου