Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Εγώ ο Νάρκισσος....



Στη νύχτα, στο κύκλωμα, στους κύκλους της αριστοκρατίας. Ένας και μοναδικός είμαι, γούστο μου, καπέλο μου, έτσι όλοι με ξέρουν – χρόοονια τώρα. Τα κολλητάρια με λένε «Νάρ». Και τιμή μου και καμάρι μου. Στα νιάτα μου δεν ήμουνα και τόσο… τώρα που μεγάλωσα… μεγάλωσα: τρόπος του λέγειν δηλαδή. Απλά πάτησα τα πενήντα κι εύχομαι να ζήσω τόσα κι άλλα τόσα…

Ομόρφυνα τώρα, πιο πολύ κι απ’ το πολύ, και η τσέπη μου ομόρφυνε από τότε που άρχισαν οι επιχειρήσεις μου την πάνω βόλτα. Γι’ αυτό και οι γκόμενες (και οι πρώην και οι επόμενες) παίζουν ξύλο για πάρτη μου… μαλλιοτραβιούνται κάθε βράδυ ποια θα κοιμηθεί στην αγκαλιά μου, ποια θα γευτεί τους χυμούς μου, ποια θα ανέβει στο κατάρτι της γαλέρας… νομίζω να έπιασες το υπονοούμενο… (και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή).

Ένα μελό και σύντομο βιογραφικό: γεννήθηκα στον Πειραιά σε μια καμάρα δύο επί τρία, φτώχια καταραμένη, ένα τσιγάρο δρόμος απ’ το λιμάνι, ο πατέρας μου ναύτης, ο παππούς καντηλανάφτης, η μάνα μου τον κεράτωνε, τον πατέρα και όχι τον παππού μου, εγώ μεγάλη αλητεία. Με βγάλανε Θανάση, σκούπα και φαράσι, καθόμουν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη για να φτιάξω τη φράντζα με το ζελέ και μου κολλήσανε το παρατσούκλι «Ο Νάρκισσος». 

Καλό παιδί και δραστήριο. Καμιά όρεξη να μάθω γράμματα. Να μορφωθώ, να μάθω μια τέχνη, να γίνω χρήσιμος στην κοινωνία. Μια αδερφή μικρότερη είχα έμπλεξε με τα ναρκωτικά, σκατά τα έκανε, απόθανε στα είκοσι της χρόνια…

Κι εγώ δοκίμασα, λίγο απ’ όλα, αλλά δεν κόλλησα. Μαγκιά μου. Γάτος με πέταλα, λοιπόν. Ναι, γάτος είμαι, το πρόβλημα που είναι;

Ο πατέρας πνίγηκε, ο παππούς πέθανε απ’ τη στεναχώρια του, η μάνα άρχισε να εξασκεί με μεγάλη επιτυχία το αρχαιότερο επάγγελμα για να τα βγάζουμε πέρα κι εγώ έπιασα δουλειά στα μπουζούκια. Ωραία η νύχτα. Την αγαπώ…

Μη φανταστείς αυτά τα ωραία, τα παλιά, που δείχνουν οι ασπρόμαυρες ταινίες. Κάτι παρακμιακά ήτανε, σαν κωλόμπαρα με πίστα, με κοπέλες που υποτίθεται τραγουδούσαν, στην ουσία τα ναυτάκια εξυπηρετούσαν και βγάζανε τίμια το ψωμάκι τους. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Μου έλεγε η μανούλα μου…

Κάθε νύχτα, το μαγαζί πότε μισοάδειο, πότε μισογεμάτο. Όταν ερχότανε ο στόλος βούλιαζε. Έφευγα με μπουρμπουάρ και χαμόγελο στα χείλη. Ήμουνα ο μικρότερος. Σούζα καθόμουν. Το παιδί για όλα τα θελήματα. All together: και σερβιτόρος, και παρκαδόρος, και πόρτα και γκαρνταρόμπα. Γι’ αυτό με είχανε στα πούπουλα…

Πέρασε μια δεκαετία – το μαγαζί απ’ το κακό στο χειρότερο - και είπα να ανοίξω τα φτερά μου. Με κάποιες οικονομίες – δικές μου και της μανούλας μου – άνοιξα ένα μικρό κι αθώο καφενεδάκι στη πλατεία του Δημοτικού θεάτρου. Εκεί ερχόντουσαν οι γάτοι φίλοι μου από νωρίς, πίνανε καφεδάκι με συνοδεία λουκουμιού φιστίκι και κατά το μεσημέρι αρχίζανε τα ούζα και τους μεζέδες. Όταν έπεφτε ο ήλιος πιάνανε το χαρτί…

Πέρναγαν μια βόλτα οι κύριοι αστυνόμοι τους έδινα το δωράκι τους και έπαιρναν τον πούλο. Το μαγαζάκι μου έκλεινε κατά τις πέντε το πρωί. Ο κόκκινος Γιάννης που περπατάει χωρίς ποτέ να μάθουμε που πάει είχε μεγάλο σουξέ. Πάντα με συνοδεία ξηρών καρπών και φρούτων. Όταν μαθεύτηκε το μαγαζί πήρα μια μικρή, ξανθιά, άβγαλτη τότε θα έλεγα, γκαρσόνα (η γούνα της όλα τα λεφτά).
Μου άρεσε που μου το έπαιζε δύσκολη. Με άναβε. Τα μάτια της γαλάζια σαν τη θάλασσα και η φωνή της γλυκιά σαν μέλι. Κάθε ξημέρωμα της έλεγα να τη πάω σπίτι της με τη μηχανή μου, μια μαύρη BMW, αλλά εκείνη επέμενε να παίρνει ταξί.

Στη δουλειά της όμως ήτανε πάρα πολύ καλή. Αυτό οφείλω να το παραδεχτώ. Πουλούσε αβέρτα, και σκέρτσο και νάζι (αυτά πάνε πάντα μαζί), οι πελάτες μένανε μέχρι αργά πίνανε τα άντερά τους, γινόταν λιώμα κι εκείνη την έκανε με ελαφρά: όσο πατάει γάτα. Άσχετο…

Όταν ο τραπεζικός λογαριασμός φούσκωσε για τα καλά έβαλα τη μανούλα μου υπεύθυνη στο καφενεδάκι κι εγώ με τη μικρή γκαρσόνα ανοίξαμε ένα λίγο μεγαλύτερο στη πλατεία του Ψυρρή. Μας αγκάλιασαν οι Αθηναίοι, παράπονο δεν έχω θα πέσει φωτιά να με κάψει. Με τη γατούλα μου παντρευτήκαμε. Ταξίδι του μέλιτος τα μαγευτικά Καμένα Βούρλα. Ήθελε εξωτερικό να πάμε αλλά δεν είχαμε ελεύθερο χρόνο. Δουλειές με φούντες…

Ένα χρόνο μετά άνοιξα μια Pub στο Κολωνάκι, κι εκεί τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, ακολούθησε ένα γκουρμέ εστιατόριο κι αυτό στο Κολωνάκι. Ο Νάρκισσος με την ξανθούλα του φίρμες μεγάλες. Το αδιαχώρητο στα μαγαζιά μου. Κόσμος και ντουνιάς. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, εφοπλιστές, εξαίρετη πελατεία…

Είχα όμως ένα όνειρο. Να ανοίξω το δικό μου σκυλάδικο πολυτελείας. Βρήκα έναν ατζέντη. Τον κάλεσα σε επίσημο δείπνο. Του είπα ότι θα ρίξω πολύ μαρούλι και ότι δεν γουστάρω να κάνω αυτά που κάνουνε οι άλλοι. Θέλω μια μαγαζάρα υπερπαραγωγή που να τη συζητάνε στον αιώνα τον άπαντα. Με μια μεγάλη ορχήστρα και με μια ακόμα μεγαλύτερη φίρμα που να εμφανίζεται στην πίστα και να βουλιάζει η Αθήνα…

Ο ατζέντης αφού έφαγε το καταπέτασμα άνοιξε τα χαρτιά του και μου έδειξε μια φωτογραφία ενός διεθνούς φήμης καλλιτέχνη που διαπρέπει στο εξωτερικό και σκέφτεται να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Έναν όμορφο τυπά, πιο όμορφο κι από εμένα, κοντά στα σαράντα, με αμέτρητες επιτυχίες στο ενεργητικό του…


Το όνομά του «ΕΡΜΗΣ»…        
    

  συνεχίζεται…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ Ο ΚΑΙΡΟΣ» ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΚΑΙ ΩΡΑ 18:00 ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΒΗΤΑ ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

  Οι Ιατρικές Εκδόσεις ΒΗΤΑ και ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου   Μια φορά ήταν ο κ...