Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Δυο ζωές και ένα βιβλίο

Η ιστορία που θα διαβάσετε δεν είναι παραμύθι. Αν ήταν θα ξεκίναγε με το μια φορά κι έναν καιρό και φυσικά θα τελείωνε με το και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Εμένα δεν μου αρέσουνε τα παραμύθια. Τα βρίσκω βαρετά, γλυκανάλατα… από παιδί τα σιχαινόμουνα. Οι αληθινές ιστορίες είναι αυτές που με ιντριγκάρουν και με κρατάνε καθηλωμένο. Η μητέρα μου για παράδειγμα έχει ζήσει τόσα πολλά και αυτό το καταλαβαίνω γιατί κάθε φορά που πίνουμε μαζί καφέ έχει να μου πει και μια καινούργια ιστορία βγαλμένη από την ίδια της τη ζωή. Αυτοί που γράψανε παραμύθια σίγουρα δεν είχανε παιδιά (ή ξεχνάνε πως υπήρξανε παιδιά) και είναι ψυχωτικοί. Πάντα βάζανε για πρωταγωνίστρια ένα κακότυχο φτωχό κορίτσι που περιμένει το βασιλόπουλο καβάλα στο λευκό άλογο να την ερωτευτεί και να την πάρει να φύγουνε μακριά αλλά πάντα, την τελευταία στιγμή, κάτι στραβώνει και δεν παντρεύονται. Το βασιλόπουλο σκοτώνεται σε μάχη και το φτωχό κορίτσι κλείνεται σε μοναστήρι. Σε άλλο παραμύθι ένα πεντάμορφο κορίτσι περπατάει στο δάσος και βρίσκει μια παράγκα με 7 τάπες και τους μαγειρεύει φασόλια μαυρομάτικα και όλα καλά κι όλα ωραία μέχρι που μια κακιά μάγισσα της δίνει ένα μήλο κι αυτή η έξυπνη το τρώει και πεθαίνει. Τα περισσότερα παραμύθια δεν έχουν όμορφο τέλος όσο άσχημο κι αν ακούγεται αυτό. Όσα έχουν αίσιο τέλος έχουν περάσει τόσα πολλά οι ήρωες που στο βγάζουν απ’ τη μύτη. Οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες είναι αυτές που τελειώνουν πάντα με γάμους, χαρές και κλαρίνα.

Πρώτη ζωή 
Με λένε Κωνσταντίνο και διανύω τη δεύτερη ζωή. Δεν ξέρω αν θα μου δώσουν και τρίτη για να είμαι ειλικρινείς (όχι ότι με νοιάζει και πολύ). Η πρώτη κράτησε περίπου μέχρι τα 29 μου χρόνια. Είχε χρώμα λευκό. Το λευκό της άγνοιας και της αθωότητας. Ότι μου λέγανε το πίστευα, όλους τους έβλεπα για φίλους, όσοι με έσπαγαν στο ξύλο τους έλεγα ευχαριστώ. Ήμουνα παιδί καλλιτεχνικής φύσης δηλαδή κουνημένο. Τα Χριστούγεννα στο δέντρο αντί για μπάλες και αστεράκια στόλιζα κόκκινα αυγά και το Πάσχα γέμιζα το σπίτι με πολύχρωμα λαμπάκια. Τα καλοκαίρια φορούσα μάλλινη ζακέτα για να μη κρυώσω και τους χειμώνες σκεπαζόμουν με σεντόνι γιατί το πάπλωμα μου έφερνε φαγούρα. Αυτά που έγραφα στο ημερολόγιο μου τα έβρισκα γελοία γι’ αυτό και η κρυψώνα του παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Αν καταφέρει να τα διαβάσει κανείς – αντί για γράμματα ορνιθοσκαλίσματα - θα κλαίει από τα γέλια. Το χειρότερο είναι ότι θα γίνω ρεζίλι, ρόμπα ξεκούμπωτη, φρίκη! Επίσης ήμουνα και παραμυθάς, με την καλή έννοια πάντα. Στο οικογενειακό μου περιβάλλον με αποκαλούσαν Βαρόνο Μινχάουζεν επειδή γυρνώντας από το σχολείο είχα να τους πω μια νέα εμπειρία την οποία όμως δεν έζησα ποτέ. Οι γονείς μου είναι άπαιχτοι. Κάνανε έξι παιδιά. Αν δεν ήταν η γαμημένη φτώχεια είμαι σίγουρος ότι θα κάνανε άλλα τόσα. Μας μεγάλωσαν με πολύ αγάπη και ξεπατώθηκαν για να μη μας λείψει τίποτα. 4 κορίτσια και 2 αγόρια. Εγώ είμαι ο τελευταίος. Ο Βενιαμίν. Ευτυχία, αγάπη, γαλήνη, ηρεμία επικρατούσαν στο σπίτι. Στο Δημοτικό ήμουνα ο celebrity επειδή όλα τα αγόρια με αποκαλούσαν αγοροκόριτσο. Δεν φταίω εγώ που ήταν τελείως ξενέρωτοι και δεν τους έκανα παρέα. Στο Γυμνάσιο ήμουν παγερά αδιάφορος και απίστευτα άσχημος. Φθηνά ρούχα, χάλια μαλλιά και απαίσια γυαλιά μυωπίας. Ευτυχώς που η μούρη μου δεν είχε σπυράκια. Στο Λύκειο δεν θυμάμαι τι ήμουν… ούτως η άλλως δεν το τελείωσα.
Μετά ήρθε ο στρατός που εκεί στάθηκα τυχερός γιατί υπηρέτησα μόνο ένα εξάμηνο. Αυτά είναι τα υπέρ όταν έχεις πολλά αδέρφια. Στο καπάκι ήρθε και η Δραματική σχολή από την οποία αποφοίτησα μετά από τρία χρόνια. Δούλευα σαν το σκυλί για να πληρώνω τα δίδακτρα κάθε αρχή του μήνα. Έχω κάνει αμέτρητες δουλειές. Πούλαγα κεράκια γενεθλίων που παίζουν μουσική σε καταστήματα με παιχνίδια, σερβιτόρος, ξενοδοχοϋπάλληλος, μπάρμαν, ξηρούς καρπούς σε πανηγύρια, στον πάγκο της μητέρας μου στη λαϊκή, έφτιαχνα καφέδες επίσης στον πάγκο της μάνας μου στη λαϊκή, μοίραζα διαφημιστικά έντυπα πόρτα πόρτα, γέμιζα γιαούρτια στα ψυγεία των super market, έβαζα σε σειρά τις Barbie την περίοδο των εορτών, μέχρι και ice barman έκανα ένα φεγγάρι με κίνδυνο τη ζωή μου.    
Ακολούθησε ένα μεγάλο θεατρικό ταξίδι με πολύ πολύ γράψιμο. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τι γουστάρω πιο πολύ από τα δύο. Να είμαι στη σκηνή και να υποκρίνομαι ή να γράφω με τις ώρες βγάζοντας τα άπλυτά μου στη φόρα. Η εκκίνηση ήτανε αρκετά καλή θα έλεγα. Από κομπάρσος σε όπερες του Μεγάρου βρέθηκα καλοκαίρι στο Ηρώδειο μαζί με μεγάλους και καταξιωμένους ηθοποιούς. Έτρεχα σε οντισιόν, έβλεπα παραστάσεις για να έρχομαι σε επαφή με σκηνοθέτες, μικροί ρόλοι στη τηλεόραση και μετά η Θεσσαλονίκη. Δύο μεγάλες παραγωγές στο Βασιλικό θέατρο και μόνιμη στήλη στην Εγνατία. Μια εφημερίδα η οποία δεν πουλούσε ιδιαίτερα αλλά για μένα ήτανε μεγάλο σχολείο. Ξεκίνησα δειλά δειλά να γράφω και ένα μυθιστόρημα για ένα αγόρι που δεν μεγάλωνε. Τότε μπήκε στη ζωή μου η Μανίνα Ζουμπουλάκη η οποία του έριξε μια ματιά και με κάλεσε στο κινητό για να βρεθούμε. Δεν ήξερα να γράφω, δεν είχα τον τρόπο, ήμουνα και λίγο τεμπελάκος. Αφήνω το μυθιστόρημα και γράφω τη πρώτη μου κωμωδία με τίτλο Το τελευταίο Βotox. Πίστεψα σε αυτό το έργο. Εγώ ναι, οι άλλοι όχι. Στον διαγωνισμό του Υπουργείου το απέρριψαν όπως και πάρα πολλοί σκηνοθέτες. Την Άνοιξη του εννιά σηκώνω δάνειο από τράπεζα, νοικιάζω κι ένα μπαρ στου Ψειρή και το ανεβάζω παρέα με μια ομάδα ανθρώπων που είχαν όρεξη για δουλειά. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε αλλά ήμουνα τόσο κουρασμένος από το τρέξιμο που δεν κατάφερα να την απολαύσω. Η κατάθλιψη χτύπησε την πόρτα μου απροειδοποίητα. Εξαφανίστηκα από τους πάντες και τα πάντα. Έμεινα στο κρεβάτι παραπάνω από ένα χρόνο χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Στη δεύτερη κωμωδία  με τίτλο Τρεις τρεις εννιά τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Ενώ η παράσταση άρεσε πολύ στον κόσμο δεν σημείωσε επιτυχία. Κι εκεί δεν το έβαλα κάτω. Έτρεχα σε εκδότες για την πρώτη μου συλλογή και παράλληλα έδινα σε σκηνοθέτες το έργο. Ένας σκηνοθέτης ανταποκρίθηκε και ξανά απ’ την αρχή. Πρόβες, τρέξιμο, αγωνία, τηλέφωνα, επαφές, γνωριμίες κι άγιος ο θεός. Παραμονή της πρεμιέρας 31 Ιουνίου βαράω σαραντάρη πυρετό και μπαίνω στο Αττικό με οξεία πνευμονία. Και τι δεν άκουσαν τ’ αυτιά μου. Λαμόγιο με είπαν, κλέφτη με είπαν ακόμα και ψεύτη. Ότι και καλά σκηνοθέτησα μόνος μου την όλη κατάσταση για να τη σκαπουλάρω και να αφήσω τους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.

Δεύτερη ζωή

Όταν έγινα καλά… στα 29 και κάτι, πήρα τη μεγάλη σκούπα και πέταξα από τη ζωή μου όλα τα σκουπίδια. Τους μίζερους, τα αποβράσματα, τους αλήτες και τους διπρόσωπους. Με πολύ μεγάλη χαρά και ικανοποίηση άνοιξα την αγκαλιά μου στη δεύτερη ζωή. Μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα ξαναγεννήθηκα. Άρχισα να διοχετεύω την ενέργειά μου σε πιο σοβαρά πράγματα και να μη σκορπίζομαι δεξιά κι αριστερά. Έγινα ακόμη πιο αισιόδοξος και η αυτοπεποίθησή μου ανέβηκε στα ύψη!  Άλλαξα μυαλά αλλά όχι χαρακτήρα και προσωπικότητα. Οι γονείς μου παρέμειναν στη κορυφή με τα αδέρφια μου, οι πέντε αληθινοί φίλοι μου και κάποιοι άλλοι που ενώ δεν γνωριζόμαστε χρόνια με βοηθάνε, με στηρίζουν σε ότι κάνω, είναι δίπλα μου. Και όλα αυτά χωρίς αντάλλαγμα.

Το πρώτο μου βιβλίο.
Το θέατρο το παράτησα ως προς την ιδιότητα του ηθοποιού. Θεατρικά έργα γράφω ακόμη. Το αγόρι που δεν μεγάλωνε βγήκε από το συρτάρι για να πάρει αέρα και να του δώσω τη δεύτερη ζωή που του αξίζει. Η Μανίνα Ζουμπουλάκη μου κάνει μαθήματα πώς να γράψεις και βελτιώνομαι (έτσι  λένε οι αναγνώστες μου). Ο Μιχάλης ένα απόγευμα ρώτησε τον Γιώργο που έχει τα Σπιτάκια αν γνωρίζει κάποιον καλό συγγραφέα της προκοπής. Ο Γιώργος μας έφερε σε επαφή με τον Βασίλη ο οποίος έχει τις εκδόσεις Παρουσία. Διάβασε τη πρώτη μου συλλογή και δέχτηκε να συνεργαστούμε δηλαδή να την εκδώσει. Το πρώτο τηλεφώνημα το έκανα στη Μανίνα για να της πω τα ευχάριστα νέα. Εκείνη με ανακάλυψε, με βοήθησε, με έμαθε πολλά αλλά κυρίως να μη το βάζω κάτω. Οι μέρες περνούσαν και η αγωνία μεγάλωνε. Μια όμορφη Παρασκευή στο τέλος του Φλεβάρη πήγαμε με τον Μιχάλη στο ραντεβού μας με τον Βασίλη. Διαβάσαμε προσεκτικά το συμφωνητικό και μετά υπογράψαμε. Το ταξίδι του γραψίματος αρχίζει επίσημα. Μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό μου που τόσο άτσαλα του φέρθηκα τα τελευταία χρόνια. Μια μεγάλη απάντηση σε αυτούς που δεν πίστεψαν σ’ εμένα. Όταν ένας κύκλος κλείνει ένας άλλος ανοίγει… αυτό ξέρω να πω. Το τελευταίο Βοτοx και άλλες ιστορίες στα μέσα του Απρίλη θα βρίσκεται σε όλα τα βιβλιοπωλεία. 

Κράτα με κοντά σου…
 




   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου