Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

«ΠΑΝΘΕΟΝ» café …μόνο η θέα έμεινε!

Σε λίγο ξημερώνει. Το σκυλί της απέναντι κλαίει απαρηγόρητο. Τι φταίει το κακόμοιρο; Ανάβω τσιγάρο. Στο μυαλό μου καρφωμένη η εικόνα με τα αμέτρητα σιχαμερά ποντίκια που κάνανε πασαρέλα και τρέχανε πανικόβλητα μόλις μας είδαν στο εσωτερικό του ερειπωμένου εδώ και χρόνια café στην κορφή ενός καταπράσινου λόφου λίγα λεπτά από το σπίτι μου.

Ας το πιάσω καλύτερα από την αρχή. Απόγευμα μιας ζεστής Κυριακής και είχα τη φαεινή ιδέα να πάμε κάπου ρομαντικά. Πρώτο ραντεβού ήτανε αυτό. Δεν ήθελα να πάμε «οπουδήποτε», καταλαβαίνεις. Σκάλωσα με μια καφετέρια την οποία δεν είχα επισκεφθεί ποτέ μέχρι σήμερα. Ήξερα όμως την ύπαρξή της. Στο πιο ψηλό σημείο του Δήμου Αγίας Βαρβάρας ένα στολίδι το «Πάνθεον». Ναι, σωστά το θυμόμουν και καλά έκανα και επέμενα αλλά, που ακριβώς βρίσκεται και πως πάμε μέχρι εκεί πάνω; Ρώτησα τον μεγάλο μου αδερφό στο κινητό ο οποίος το ήξερε. – Μετά την εκκλησία έχει ταμπέλες, είπε, και αφού τον ευχαρίστησα αρχίσαμε να ανηφορίζουμε και να ανηφορίζουμε και να φτάνουμε στο Θεό.

Η θέα που απλωνόταν σαν κρυστάλλινο χαλί μπροστά στα μάτια μας απίστευτη. Δύσκολα την περιγράφει κανείς με λόγια. Την κοιτάς και την απολαμβάνεις. Δεν θέλεις τίποτα άλλο. Μόνο να κοιτάς και να ψάχνεις. Που πέφτει η Ακρόπολη, πόσο μεγάλη είναι η Ιερά οδός, το Πεδίον του Άρεως. Διασκεδαστικό και συνάμα χαλαρωτικό παιχνίδι. Η ησυχία, πρωταγωνίστρια. Περάσαμε ένα ξέφωτο με μερικά αυτοκίνητα παρκαρισμένα. – Κάνουν μπάφους, είπα για να σπάσω τον πάγο. Το χιούμορ μου χρειάζεται εξάσκηση.

Λίγα μέτρα πιο πάνω πάρκαρε και βγήκαμε έξω απ’ τ’ αμάξι. Το κλείδωσε και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την τελευταία ανηφόρα. Να δούμε που βρίσκεται επιτέλους αυτό το περιβόητο café που ψάχνουμε τόση ώρα. Η έκπληξη ήταν μεγάλη. Πίσω μας μια πελώρια εγκαταλελειμμένη και στοιχειωμένη καφετέρια με πέτρινους τοίχους και περιμετρικά μεγάλες τζαμαρίες και μπροστά μας η πολύτιμη θέα που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί.  

Με έπιασε θλίψη και στεναχώρια. Γιατί; Αφού είναι/ήταν τόσο όμορφη; Τι πήγε στραβά; Ποιο ήταν το άδοξο τέλος; Και ποιοι φταίνε για αυτήν την κατάντια; Αμέτρητα ερωτηματικά να βομβαρδίζουν ταυτόχρονα το μυαλό μου και ενώ ήθελα σαν τρελός να απολαύσω την μαγική εικόνα που ο ήλιος έδυε κι ο ουρανός πλημμύριζε με χρώματα κάτι με βασάνιζε.

Φύγαμε για να βρούμε περίπτερο. Να πάρουμε νερά και κανένα χυμό για να σβήσουμε τη δίψα μας. Άρχισε η μεγάλη κατηφόρα αλλά, περίπτερο πουθενά. Τελικά κάναμε μια σύντομη στάση σε ένα παλιό καφενείο και βολευτήκαμε. Ανεβήκαμε πάλι στο λόφο και μιλάγαμε. Λέγαμε. Τι λέγαμε; Περί ανέμων και υδάτων και το μυαλό μου εκεί: τι έγινε με αυτήν την επιχείρηση; Τέτοια θέα; Τέτοιο οίκημα; Πως είναι δυνατόν;

Το πρώτο ραντεβού κράτησε δυο ώρες και ήτο σκέτη αποτυχία. Αλλά, δεν με ένοιαζε. Πήρα τηλέφωνο την κολλητή μου και αφού επιβεβαίωσα ότι είναι σπίτι της είπα να της κάνω επίσκεψη. Στο σπίτι της, εκτός από εκείνη και τον σύντροφό της ήταν και ο πατέρας της με τον μέλλοντα πεθερό της ο οποίος με ενημέρωσε ότι ο επιχειρηματίας είχε πολλά χρέη, προσπάθησε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα αλλά τα χρέη παρέμεναν χρέη και τελικά αυτοκτόνησε.

Μου έπεσε το σαγόνι όταν το άκουσα. Κρύος ιδρώτας με έλουσε και αισθάνθηκα τα άκρα μου να μουδιάζουν. Είναι απίστευτο το πώς φεύγει μια ανθρώπινη ζωή. Πως ξεψυχά ένας άνθρωπος και για ποιους λόγους.

Η συγκεκριμένη ανηφόρα όμως και ο πέτρινος τοίχος ταιριάζει ταμάμ στο καινούριο μου βιβλίο το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες εβδομάδες. Σε ένα κεφάλαιο ο ήρωας αποφασίζει να πάει να βρει το σπίτι της… καλύτερα να μην αποκαλύψω άλλα και να εστιάσω στην ιστορία με την παλιά καφετέρια.

Την επόμενη μέρα κάλεσα στο κινητό τον φίλο μου τον Μενέλα ο οποίος εκτός από ταλαντούχος φωτογράφος είναι και εξαιρετικός σκηνοθέτης. Του είπα ότι βρήκα ένα φανταστικό μέρος για να γυρίσουμε το trailer του βιβλίου μου για το You Tube.

Αφού του άναψα την περιέργεια δώσαμε ραντεβού για την επόμενη κιόλας μέρα. Ο καλός Θεούλης όμως που μ’ αγαπά, φρόντισε ο καιρός να είναι μουντός και να έχει τα μαύρα του τα χάλια. Ακόμα καλύτερα! Το σκηνικό θα δέσει απόλυτα κι εμείς θα έχουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα από όλες τις απόψεις!


Μπήκα στο στέκι μου και αφού πήρα δυο φρέντο ανά χείρας κίνησα για το σημείο που είχα δώσει ραντεβού με τον σκηνοθέτη μου. Δεν άργησε ούτε λεπτό. Οδηγούσε και όσο περνούσε η ώρα ο καιρός να μη ξέρει τι θέλει! Μια να βρέχει και μια να συννεφιάζει και ξανά λίγες σταγόνες και παντού γκρίζο. Όπως στο Λονδίνο. Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας και είδε την απίστευτη θέα και το παρατημένο οίκημα με πολύ σοβαρό ύφος μου πέταξε την εξής ατάκα: «Δεν σε σκοτώνω γιατί είσαι το κλειδί μου σε έναν άλλο κόσμο».

Τον παρακάλεσα να μου το εξηγήσει καλύτερα και κατάλαβα ότι το είπε για καλό. Μαζί μου δηλαδή ζει την απόλυτη παρακμή. Αυτό ήθελε να μου πει ή κάτι τέτοιο. Και αυτό είναι καλό γιατί κάθε μας συνάντηση αποτελεί και μια ξεχωριστή, πρωτόγνωρη εμπειρία.

Το γύρισμα κράτησε λιγότερο από είκοσι λεπτά αλλά κάναμε ένα τραγικό λάθος. Δηλαδή εγώ τον παρέσυρα να με ακολουθήσει στο εσωτερικό της καφετέριας. Μόλις μπήκαμε στον κυρίως χώρο αμέτρητα ποντίκια άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν. Του είπα να τα τραβήξει με την κάμερα. Πότε θα ξαναβλέπαμε στη ζωή μας τόσα πολλά ποντίκια μαζεμένα; Αποκρουστικό το θέαμα οφείλω να ομολογήσω.

Μετά βγήκαμε έξω να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα. Καθόμασταν και χαζεύαμε τη θέα. Μαγευτική θέα. Όπως ακριβώς την περιγράφουν στις αγγελίες «Πωλούνται οικόπεδα με δόσεις». Προσπάθησα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να φανταστώ πως ήταν αυτή η καφετέρια. Καλοκαίρι, νύχτα ζεστή, με χιλιάδες αστέρια να αγκαλιάζουν τον Αττικό ουρανό και αμέτρητοι θαμώνες να απολαμβάνουν το ποτό τους. Ή Κυριακή πρωί, να είναι όλα ανθισμένα και ο κόσμος να πίνει τον καφέ του και τα παιδιά να παίζουν ευτυχισμένα.

Όλα αυτά, σε εκείνο το σημείο, υπήρχαν, κάποτε. Τώρα μόνο σκουπίδια, τόνοι σκόνης και εγκατάλειψης. Το ίδιο βράδυ πάτησα στο Google και διάβασα από της εφημερίδες τι ακριβώς έγινε με εκείνον τον επιχειρηματία. Κρίμα. Μόνο η θέα έμεινε...  
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου