Ο John Ernst Steinbeck (Τζων Στάινμπεκ) γεννήθηκε το 1902 στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας και πέθανε το 1968 στη Νέα Υόρκη. Η καταγωγή του ήταν γερμανοϊρλανδική.
Οι γονείς του ζούσαν σε μια μικρή πόλη κοντά στο Μόντρεϊ και ο Τζων, που ως νεαρός δούλευε τα καλοκαίρια σε αγροκτήματα της περιοχής, γνώρισε από πολύ νωρίς και από κοντά, τη δύσκολη ζωή των μεταναστών και των εργατών, την οποία περιέγραψε με μεγάλη δραματουργική δύναμη στο έργο του. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, αλλά πριν πάρει το πτυχίο του πήγε στη Νέα Υόρκη όπου έκανε διάφορες δουλειές, ενώ παράλληλα άρχισε να γράφει. Την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, την οποία αποτυπώνει γλαφυρά σε πολλά από τα έργα του, ζει με την πρώτη του γυναίκα σε ένα εξοχικό στο Μόντρεϊ, το οποίο του έχει προσφέρει ο πατέρας του μαζί με ένα γενναίο δάνειο, για να μπορέσει να αφιερωθεί στο γράψιμο.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, Η χρυσή κούπα, δημοσιεύτηκε το 1929. Έγινε γνωστός με το μυθιστόρημα Η πεδιάδα της Τορτίλια το 1953, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1937 με το Άνθρωποι και ποντίκια, ενώ το 1940 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ για Τα σταφύλια της οργής. Ανάμεσα στα πιο γνωστά και πολυδιαβασμένα έργα του είναι και τα Ο δρόμος με τις φάμπρικες, Ανατολικά της Εδέμ, Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά, Σε αμφίβολη μάχη. Το 1962 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Στάινμπεκ, κύριος εκπρόσωπος του νατουραλισμού και της κοινωνικής πεζογραφίας στην Αμερική, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Οι ταξιδιώτες
Τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα λεωφορείο που εκτελεί το δρομολόγιο “Κονάκι του αντάρτη” - Σαν Χουάν ντε λα Κρουζ στην Καλιφόρνια; Τι το κοινό υπάρχει ανάμεσα στους επιβάτες του που προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη, επάγγελμα και ηλικία; Για ποια αιτία απεχθάνονται ο ένας τον άλλο τόσο πολύ; Ποια ιδιαιτερότητα, ποιο μυστικό κρύβει ο καθένας μέσα του και σε ποια έκταση αυτά επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον του καθενός;
Με άφθαστη μαεστρία ο Στάινμπεκ υφαίνει την πλοκή του έργου του. Ό,τι προπάντων κάνει ευνοϊκή εντύπωση σ’ αυτό, είναι η τρυφερότητα, η ευγένεια, ο ανθρωπισμός. Κι όταν ακόμα ο συγγραφέας ειρωνεύεται, ποτέ δεν καταφεύγει στο χυδαίο ή το ταπεινό. Ήρεμα, ρηχά, σχεδόν γλυκά σατιρίζει τα ελαττώματα που αρκετά συμβατικά θεωρούνται ότι χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους.
Με ύφος κομψό, επιμελημένο, στρωτό, με φράση καλαίσθητη, αρμονική και σφιχτοδεμένη, ο διάσημος συγγραφέας κερδίζει από την πρώτη κιόλας στιγμή το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη του.
Γλυκιά Πέμπτη
Στο Μόντρεϊ, στην ακτή της Καλιφόρνιας, η Γλυκιά Πέμπτη είναι η μέρα που ακολουθεί αυτήν που λέμε “Τετάρτη της γρουσουζιάς” - μιαν απ’ αυτές τις μέρες που κουβαλάνε την αναποδιά απ’ το ξημέρωμα...
Ο Τζων Στάινμπεκ μας ξαναφέρνει στο χώρο του Δρόμου με τις Φάμπρικες, στα χέρσα του χωράφια, στους σωρούς με τις παλιατσαρίες και στα σαραβαλιασμένα σπίτια του Μόντρεϊ· ξαναζωντανεύει τους χαρακτήρες ενός κόσμου “χαμένου”, ενός κόσμου που σμίγει το γέλιο με το δάκρυ - από τη Φαύνα, την καινούρια διευθύντρια στο “Εστιατόριο του σημαιοφόρου”, ίσαμε τον Φουντούκα, τον πρίγκιπα του Πάλας Χάνι, τον αλήτη του Μόντρεϊ.
Η χρυσή κούπα
Οι άντρες εκλιπαρούσαν τον οίκτο του· οι γυναίκες ριγούσαν στην αγκαλιά του! Ο Χένρυ Μόργκαν ήταν ο φοβερός πειρατής που το ανάστημα του ορθώθηκε σαν πύργος πάνω απ’ την αιματόβρεχτη ιστορία των χρόνων της ισπανικής κυριαρχίας. Ήταν ένας άντρας που ’χε χάσει σχεδόν τα λογικά του απ’ τη δύναμη και μεθούσε από δυο φιλοδοξίες: να κατακτήσει και να λεηλατήσει τη χρυσή πόλη του Παναμά, και να κάνει δικιά του τη γυναίκα που η μυθική ομορφιά της ξετρέλαινε τους άντρες, τη γυναίκα που ήταν γνωστή σαν η “Κόκκινη Αγία” - Λα Σάντα Ρόχα.
Ο δρόμος με τις φάμπρικες
Ο δρόμος με τις φάμπρικες στο Μόντρεϊ στην Καλλιφόρνια, ειν’ ένα ποίημα, μια βρομισιά, έχει ένα δικό του φως, ένα έντονο χρώμα, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο μα κι ένα όνειρο μαζί, μια νοσταλγία. Κάτι το σκόρπιο και το συγκεντρωμένο, σίδερα, τενεκέδες, σκουριά και πελεκούδια, το στρώσιμο του δρόμου όλο γούβες, παντού κουλούρες τα σκοινιά, κόφες λαχανικά, φάμπρικες για σαρδέλες του κουτιού, καταγώγια, ταβέρνες και μπορντέλα, μικρομάγαζα, παλιοξενοδοχεία. Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούνε “πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι” εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούνε άνθρωποι λογής - λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μια άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ’χε πει, πως κατοικούνε “άγγελοι, άγιοι και οσιομαρτυρες” - και πάλι θα εννοούσε το ίδιο.
Σε έναν άγνωστο Θεό
Η λατρεία του Στάινμπεκ προς τη φύση τον οδηγεί σε έναν άκρατο πανθεϊσμό. Έχει τη γνώμη ότι η φύση είναι ο θεός των θεών. Και δίνει πειστικά και γοητευτικά την άποψη του συμπαρασύροντας τον αναγνώστη και κρατώντας τον δέσμιο των περιπετειών των ηρώων του. Ο μυθοπλάστης Στάινμπεκ, με το μυθιστόρημα του “Σε έναν άγνωστο θεό”, βρίσκεται στην αποθέωσή του. Και ο ήρωας του Τζότζεφ Γουέην είναι ο πιο γοητευτικός άνθρωπος που μας έδωσε η πένα του συγγραφέα, θα ειπωθεί για τον Τζότζεφ: “Δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν πέρα και έξω από την ανθρωπότητα ή αν μερικοί άνθρωποι είναι τόσο ανθρώπινοι που να κάνουν τους άλλους να μη μοιάζουν αληθινοί...”.
Σε αμφίβολη μάχη
Νομπελίστας στα εξήντα του, ο Τζων Στάινμπεκ γεννήθηκε το 1902 στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας, κοντά στην εύφορη κοιλάδα του Σαλίνας - που είναι και το φόντο πολλών απ’ τα βιβλία του. Έτσι κι εδώ, στους πλούσιους μηλεώνες της Καλιφόρνιας, εννιακόσιοι εργάτες που μαζεύουν μήλα ξεσηκώνονται “σε αμφίβολη μάχη” ενάντια στους χτηματίες. Το σύνολο αυτών των ανθρώπων αποχτά τη δική του δύναμη - κατά πολύ ισχυρότερη από τα άτομα που το αποτελούν και πολύ πιο απειλητική. Καθοδηγημένη από ένα νεαρό επαναστάτη, η απεργία στηρίζεται πάνω στον τραγικό του ιδεαλισμό - στην “άκαμπτη φρόνηση, στο σθεναρό κουράγιο”.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή του αιώνιου αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αδικία. Μια θαυμάσια εξερεύνηση της δύναμης του συνόλου - για το καλό και το κακό. Μια στέρεα δομημένη ιστορία που μπορεί να σαρώσει πολλές προκαταλήψεις.
Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά
Ένα μικρό αριστούργημα μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η νουβέλα του Στάινμπεκ. Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά, τόσο χαμηλά, ώστε να κάμψει το ηθικό των κατακτητών. Και τόσο χαμηλά, ώστε να ζεσταίνει τις ψυχές και να πυροδοτεί την αντίσταση ενός λαού εναντίον τους.
Ο λαός δεν πειθαρχεί στους κατακτητές. Ο δήμαρχος Όρντεν δεν πειθαρχεί στις πιέσεις τους: “Αν τους πω ν’ αγωνιστούν, θα χαρούν, κι εγώ, που δεν είμαι και τόσο γενναίος, θα τους έχω κάνει λίγο γενναιότερους...”.
Ο λαός όντως έγινε γενναιότερος και η θυσία του δημάρχου αποτέλεσε παράδειγμα αντίστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου