Ήταν ένα χαμηλών προσδοκιών πρωινό της 1ης Ιουνίου του έτους Μηδέν.
...Έξω από την εκκλησία του Αγίου Μελετίου αποχαιρετιστήκαμε με τη
μάνα μου. Βουβά. Εκείνη πήγαινε στη δουλειά της, ξενοδούλευε τότε, κι εγώ
έπαιρνα τον δρόμο για να υπερασπιστώ την αιώνια «απροστάτευτη» πατρίδα.
Έναν χρόνο πριν, είχα πάθει ένα σοκ, όταν από μια αμφιμονοσήμαντη οικονομι-
κή δυστοκία, αναγκάσθηκα να σταματήσω το απαραίτητο, και τότε, φροντιστή-
ριο για εξετάσεις με στόχο τον Φιλολογικό Κύκλο.
«Θα δώσω εξετάσεις μετά τον στρατό», αναγκάσθηκα και πάλι να σκεφθώ.
Θυμάμαι όμως, το τελευταίο βλέμμα της στη μέση της απόγνωσης. Η άλεκτη
αγωνία της, έχει παραμορφώσει και το σώμα της. Γνώριζε ότι λόγω κοινωνικών
φρονημάτων θα είχα παραπάνω προβλήματα.
Τι να πεις σε μια γυναίκα που την κυνήγησε άγρια η ζωή και βρισκόταν στην
άκρη της γης και ταυτόχρονα στη μέση ενός Ακατανόητου;
Δεν είμαι σίγουρος εάν εμείς είχαμε επιλέξει ή μας έχει επιλέξει η ίδια η σιωπή γι’
αυτόν τον αποχαιρετισμό... Γιατί τα πετρώματα στη γη της σιωπής, είναι σκληρά
σαν σίδερο!
Ευτυχώς όμως, γιατί μια σχέση δεν είναι μόνο ανταλλαγή λέξεων, είναι και
ανταλλαγή παρουσίας, τα βλέμματα με το περίσσευμά τους...
Ίσως αυτή η «επιλογή» να εξυπηρετούσε την ευαισθησία του χρόνου, σκέφθηκα
αργότερα...
Περί μάνας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου