ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΟΤΟΧ και άλλες ιστορίες…
Με λένε Αντώνη Παλαιολόγο, είμαι ένα πανέμορφο και
υπερευαίσθητο αγόρι με λεφτά αισθήματα και χρυσή καρδιά αλλά πάνω απ’ όλα το
κύριο χαρακτηριστικό μου είναι η μετριοφροσύνη μου. Συχνάζω στο κέντρο της
πρωτεύουσας, πίνω μόνο φρέσκο χυμό παπάγια, σιχαίνομαι τον καφέ γιατί λεκιάζει
την ολόλευκη οδοντοστοιχία μου, κατοικώ από τότε που γεννήθηκα στα Βόρεια
προάστια και είμαι ορφανό. Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Αλλά έχω την
κληρονομιά τους και αυτό είναι κάτι που με τονώνει. Για τον πατέρα μου δεν
έκλαψα καθόλου σε αντίθεση με τη μητέρα μου που χρειάστηκε να χαλάσω μια κούτα
χαρτομάντιλα. Ο ξαφνικός και αναπάντεχος χαμός τους μου κόστισε ακριβά. Αυτή τη
κηδεία θα τη ζήλευαν όλοι οι ηθοποιοί του Hollywood. Διάλεξα τη Μητρόπολη της
Αθήνας Κυριακή μεσημέρι, το καλύτερο ξύλο, τις ακριβότερες Ζέρμπερες από τα
βάθη της Ολλανδίας και φυσικά την ορχήστρα των χρωμάτων η οποία έπαιζε πένθιμα
εμβατήρια. Το μνημόσυνο πάρτι έγινε στον πελώριο και καταπράσινο κήπο μας γύρω
από την πισίνα.
ΕΡΜΗ…ΜΗ!
Με λένε Ερμή και σήμερα είμαι πολύ καλά.
Με λένε Ερμή αλλά το ΜΗ μου κάνει τα νεύρα μανταλάκια.
Μήνες τώρα, μικρά και μεγάλα ΜΗ με βασανίζουν ανελέητα. Πέφτουν σαν βροχή το
ένα μετά το άλλο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Συγνώμη,
Δημοκρατία δεν έχουμε; Δεν δώσανε μάχες οι πρόγονοί μας για την ελευθερία του
λόγου; Τώρα που είπα ελευθερία γιορτάζει αύριο. Να την πάρω στο κινητό να της
ευχηθώ. Άσχετο.
Με λένε Ερμή και σου δίνω το λόγο της αντρικής μου
τιμής πως το τελευταίο συναίσθημα που θα αισθανθείς διαβάζοντας αυτό το βιβλίο
είναι βαρεμάρα. Αλλά μπορεί και όχι. Δεν ξέρω, μπερδεύτηκα…
Δεν είμαι γκρινιάρης, ποτέ δεν ήμουν, ούτε μουρμουράω
με το παραμικρό, αλλά σαν παιδί κι εγώ έχω τις ιδιαιτερότητές μου. Τα παράπονά
μου. Το πρώτο μου; Μου δώσανε ένα τσίπικο -
τοσοδούλικο όνομα το οποίο αποτελείται μόνο από τέσσερα γράμματα. Αν
είναι δυνατόν! Για έναν σταρ σαν κι εμένα αυτό είναι τίποτα. Ναι, γεννήθηκα σταρ,
το πρόβλημα που είναι;
Και εδώ αρχίζουν οι ερωτήσεις: Μήπως το κάνανε
επίτηδες για να πηγαίνει με το μέγεθός μου; Πολύ έξυπνο το βρίσκω. Μήπως θέλανε
κάτι εύκολο για να με ξεπετάξουν επειδή βαριούνται που ζούνε; Ας μη με
διαλέγανε! Μήπως να το αλλάξω από μόνος μου και ας πάνε να κουρεύονται; Μήπως;
Με λένε Ερμή και εκτός από κούκλος είμαι και
μετριόφρων. Είμαι ένα πολύ δραστήριο αγόρι και έχω πολλά αλλά κυρίως πρωτότυπα
χόμπι. Το αγαπημένο μου είναι μέσα στις λέξεις να ανακαλύπτω άλλες πιο
μικρές.
Για παράδειγμα, το όνομά μου μέσα έχει το ΜΗ. Η τρίτη
νότα είναι το ΜΗ αλλά γράφεται με Ι και όχι με Η, νομίζω. Η λέξη Μητέρα αρχίζει
από ΜΗ αλλά τη δική μου δεν τη γνώρισα ποτέ οπότε άκυρο κι αυτό. Και το όνομα
Μιχάλης από ΜΙ ξεκινάει αλλά είναι με Ι και όχι με Η.
Τελικά το Ερμής μου κατσικώθηκε στο σβέρκο. Αυτό που
θέλω να πω τόση ώρα είναι ότι το ΜΗ από μόνο του, σκέτο, είναι μια βλακεία και
μισή και η απόδειξη: το ακούω σε ντόλμπι σαράουντ από την (λάθος) ώρα και
στιγμή που με πήρανε στα χέρια τους τα αφεντικά μου.
ΜΗ πλησιάζεις την καινούργια τηλεόραση ακόμα δεν την
ξεχρεώσαμε, ΜΗ κάνεις μαγκιές στα άλλα σκυλιά θα σε φάνε λάχανο, ΜΗ κατουράς
την καινούργια μοκέτα είναι vintage, ΜΗ τρως το πόδι της καρέκλας κόστισε μια
περιουσία, ΜΗΝ ανεβαίνεις στον κατάλευκο καναπέ θα σε βάλουμε να καθαρίζεις, ΜΗ
τρως τα νύχια σου γιατί είναι γρουσουζιά, ΜΗ τρίβεσαι στα πόδια των ξένων γιατί
είναι αγένεια, ΜΗ κοιτιέσαι συνέχεια στον καθρέφτη θα την ψωνίσεις άγρια…
ΜΗ, ΜΗ, ΜΗ! Ένας απέραντος ωκεανός από αμέτρητα ΜΗ! Το
χειρότερο ψυχολογικό τραύμα για τον οποιοδήποτε (αλλά κυρίως για μένα που έχω
το πρόβλημα). Ένας σκοτεινός εφιάλτης που κάθε τρείς και λίγο με επισκέπτεται
απροειδοποίητα. Και μετά σου λένε ποιος είναι ο λόγος που πέφτεις με τα μούτρα
στα ψυχοφάρμακα. Πέρασε ένα ολόκληρο εξάμηνο, και αντί να ξεχωρίζω τι θέλουν να
πουν οι ποιητές, στα αυτιά μου ηχούσε το ίδιο: μπέρδευα το Ερμή με το Μη!
Οπότε το δικό τους αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι και οι
επισκέψεις στους ψυχιάτρους δεν είχαν τέλος. Τα πενηντάρικα πέφτανε χαλάζι. Για
να τους εκδικηθώ κι εγώ, το εξαφάνισα από παντού (το ΜΗ και όχι το ΕΡΜΗ)…
«Ερμή… ΜΗ!» ο τίτλος μου! Μου κάνει πολύ εμπορικό.
Πολύ πιασάρικο. Πολύ φαντεζί! Το γούσταρε και ο εκδότης μου από την πρώτη
στιγμή. Φρόντισα λοιπόν, σε αυτό εδώ το βιβλίο, να γράψω την ιστορία της ζωής
μου με όσο το δυνατόν λιγότερα ΜΗ γίνεται. Να τα στείλω αδιάβαστα που λένε.
Όχι για κάποιον σοβαρό λόγο, απλά επειδή έτσι μ’
αρέσει…
ΦΟΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ
Μισό λεπτό σας παρακαλώ, γιατί τόση ένταση; Έτσι είπαμε;
Τι πράγματα είναι αυτά; Μα ναι, φυσικά και συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Έχετε
χίλια δίκια. Μαζί σας είμαι και όχι εναντίον σας. Το κατάλαβα, καλέ, δεν είναι
ανάγκη να μου υψώνετε τον τόνο της φωνής σας! Πώς κάνετε έτσι; Μου το είπατε
πριν από λίγα λεπτά –το επαναλαμβάνετε συνέχεια, θα κολλήσει το ρημάδι το
repeat– εδώ είμαι, σας παρακολουθώ κι ας μη φαίνομαι. Μη φωνάζετε, θα μου
πάθετε τίποτα και μετά τι θα κάνω εγώ; Εντάξει. Πείτε τα! Βγάλτε τα από μέσα
σας πάλι, αν αυτό σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα. Πείτε τα να δω τι θα
καταλάβετε. Το ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα ότι αφήσατε τη ζεστή θαλπωρή του
σπιτιού και βγήκατε μες στο κρύο, την παγωνιά και το χαλάζι, για να πάτε μέχρι
τη στάση του λεωφορείου και να περιμένετε να γίνει το θαύμα – δηλαδή να εμφανιστεί
το λεωφορείο!
Εν τω μεταξύ, να τρέχουν η μύτη και τα μάτια, να
ψάχνετε μάταια για χαρτομάντιλα, να μπείτε στο λεωφορείο –όταν έρθει– το οποίο
έχει τη θέρμανση τόσο δυνατά που σας πιάνει δύσπνοια, να βρίζετε –μέσα από τα
δόντια σας πάντα– τον οδηγό ο οποίος βαριέται που ζει κι έχει ταλέντο στο να τα
κάνει όλα ταυτόχρονα –καπνίζει, πίνει καφέ και μιλάει στο κινητό– να φτάσετε
στο λιμάνι ύστερα από δέκα λεπτά αν δεν έχει κίνηση, και να επιβιβαστείτε στον
ηλεκτρικό.
Να έχετε ήδη γίνει μούσκεμα απ’ την ξαφνική νεροποντή,
να καταριέστε την ώρα και τη στιγμή που δεν πήρατε μαζί σας ομπρέλα, να
φλερτάρετε έντονα με την πνευμονία γιατί μέσα στον συρμό –μα τι πρωτότυπο– δεν
έχει θέρμανση, να τρέμετε σαν την τσιπούρα, να φτάσετε ύστερα από είκοσι λεπτά
–αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει, εκτός κι αν πέσει κανείς στις γραμμές του τρένου–
στο κέντρο της Αθήνας, και να πάρετε τα βιβλιοπωλεία αμπάριζα μέχρι να βρείτε
το βιβλίο μου! Αυτό που κρατάτε στα χέρια σας, δηλαδή. Αυτό που περιμένατε με
αγωνία τόσο καιρό. Τώρα, γιατί τόσος ντόρος γι’ αυτό το βιβλίο, είναι μια άλλη
ιστορία. Τέλος πάντων.
Η ΓΡΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ
Attention,
attention, s’il vous plaît! Μια χούφτα λέξεις έμαθα όλες κι όλες
στα γαλλικά, είπα να τις βάλω στην αρχή για να κάνω εντύπωση. Άλλωστε μ’ αυτόν
τον τρόπο ομιλούν όλες οι αριστοκράτισσες της γενιάς μου – αν ενθυμούμαι καλώς.
Μ’ αυτόν ακριβώς! Λαμπρά ως εδώ. Ένα μικρό παράπονο έχω, ότι μαθήματα μπαλέτου
και πιάνου δεν παρακολούθησα ποτέ. Δεν πειράζει. Ίσως στην επόμενη ζωή –αν
υπάρχει– να σταθώ πιο τυχερή. Τώρα δεν προφταίνω με τίποτα.
Ας το πω και στα ελληνικά, διότι ήταν, είναι και θα
παραμείνει η πλουσιότερη γλώσσα σε όλον τον πλανήτη, κι εγώ, ως γνήσια
Ελληνοπούλα, οφείλω να τη σεβαστώ: Προσοχή, προσοχή, παρακαλώ! Έκτακτο
ανακοινωθέν! Η απίστευτη κι όμως αληθινή ιστορία της ζωής μου ξεκινά αμέσως
τώρα. Ή καλύτερα, οι ιστορίες μέσα από τις ζωές των άλλων ξεκινούν αμέσως τώρα.
Το ίδιο κάνει. Σωστά;
Εδώ εμφανίζεται και μια σειρά από ερωτήματα. Ποιοι με
είχαν; Πώς με είχαν; Σαν τη βασίλισσα Ελισάβετ; Στα πούπουλα; Του κλότσου και
του μπάτσου; Πεταμένη σε μιαν άκρη σαν στυμμένη λεμονόκουπα; Ξεχασμένη σε μια
γωνιά απ’ όλους και απ’ όλα; Πού με είχαν; Κλειδωμένη στην αποθήκη; Στριμωγμένη
ψηλά στο πατάρι της κουζίνας; Κάτω απ’ τα μπαουλοντίβανα, παρέα με τις αράχνες;
Μαζί τους σε κάθε ταξίδι; Γιατί εμένα και όχι κάποιαν άλλη; Γιατί εγώ και μόνο
εγώ;
Όλες οι απαντήσεις υπάρχουν μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, το
οποίο ναι, είναι μέγα γεγονός και το καταθέτω με το ένα χέρι στην καρδιά και το
άλλο στο Ευαγγέλιο. Με παίδεψε πολύ το άτιμο και παραλίγο να με γδάρω και να
πέσω με τα μούτρα στα ψυχοφάρμακα. Τελικά κατάφερα να καταγράψω όλα όσα έζησα.
Τα έβαλα σε μια σειρά και ακόμα αναζητώ το νόημα! Ένα μονάχα θα πω: Δεν υπάρχει
πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο, από το να προσπαθήσεις να χωρέσεις μια ζωή σ’
ένα βιβλίο. Τα κατάφερα άραγε;
Η ΦΩΝΗ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Καλοκαίρι. Το άφησα πάλι να φύγει μέσα από τα χέρια
μου. Φθινόπωρο. Το χειρότερό μου. Όχι ότι με τις άλλες εποχές τα πάω καλά, αλλά
λέμε τώρα, κουβέντα να γίνεται. Ξανά στην αρχή. Βροχή μαστιγώνει τους δρόμους
με μίσος. Τους περαστικούς. Τα πάντα. Το μέσα μου. Όλο μου το είναι. Δυνατή
βροχή. Μονότονη. Σκέτο δηλητήριο. Πικρό φαρμάκι. Οι κάμερες φύγανε. Τα φώτα σβήσανε.
Τα κόκκινα χαλιά μαζεύτηκαν κι αυτά. Η φιλαρμονική μόνο έμεινε να παίζει ένα
πένθιμο εμβατήριο. Πονάει η ψυχή μου. Πονάω παντού. Οι θεατές; Αλήθεια, που
πήγαν οι θεατές; Έχω ανάγκη το χειροκρότημά τους. Η βροχή ευτυχώς σταμάτησε.
Αισθάνομαι χάλια, πιο χάλια από ποτέ. Κρίμα, κι ήμουν τόσο κοντά. Μια ανάσα
μοναχά. Γαμώτο. Τώρα πάλι στην αρχή. Στη γραμμή εκκίνησης. Μόνος. Πάντα μόνος.
Γυμνός, αβοήθητος και εντελώς μόνος.
Ο δικός μου ο κόσμος, φίλοι μου, δεν είναι όπως τον
φανταζόμουν. Αγγελικά πλασμένος δηλαδή. Δεν είναι πολύχρωμος, δεν είναι γεμάτος
μελωδίες και μου κάθεται και στο στομάχι. Μεταξύ μας πάντα, θα τον ήθελα
αλλιώς. Θα τον γούσταρα σχεδόν σαν τον Παράδεισο, και λέω «σχεδόν», γιατί
πιστεύω ότι η ζωή εκεί –αν φυσικά υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο– πρέπει να είναι
πολύ βαρετή, σε σημείο να θες να κόψεις τις φλέβες σου. Θα ήθελα για παράδειγμα
να είμαι συνέχεια καβάλα σ’ ένα γαλάζιο συννεφάκι και να κοιμάμαι με τις ώρες,
ζώντας ταυτόχρονα τα πιο τρελά μου όνειρα ή να διαβάζω κλασσική λογοτεχνία τρώγοντας
κατακόκκινες φράουλες με σαντιγί ή να ρίχνω πασιέντζες ή απλώς κάνοντας
ποιοτικό σεξ. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει.
Δυστυχώς όμως στον κόσμο μου κυριαρχούν οι ντόπες.
Ναι, είναι γεγονός, ντοπάρομαι – πού το βρήκα αυτό το ρήμα; Τα ψυχοφάρμακα με εξουσιάζουν.
Εκείνα έχουν το πάνω χέρι κι εκείνα κάνουν όλη τη δουλειά. Μ’ αυτά ζω. Κάθε
μέρα και κάθε νύχτα. Συνέχεια. Ασταμάτητα. Ακόμα κι όταν κοιμάμαι, αν κοιμάμαι
ποτέ. Θα εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ. Αυτές οι ντόπες ευθύνονται για όλα! Για
την ανεβασμένη διάθεσή μου, για τα νεύρα μου, για τις μελαγχολίες που με
πιάνουν όταν φεύγει το καλοκαίρι. Ακόμα και για τη βαρεμάρα που με χτυπάει
αλύπητα σαν το χταπόδι και δεν βγάζω τσιμουδιά. Για όλα αυτά και για άλλα τόσα.
Εκ πείρας μιλάω πάντα, χωρίς χάπια και χωρίς
ψυχοθεραπεία γιατρειά δεν υπάρχει όσο που να βαράς τον κώλο σου στο πάτωμα.
Είναι ο τέλειος συνδυασμός, που λένε. Με το κατάλληλο κοκτέιλ λοιπόν, την
κατάλληλη ψυχολόγο, ε, και με λίγη τύχη, μπορεί και να έχεις τη νίκη στο
τσεπάκι. Εδώ μιλάει ο παλιός κι όχι κανένας τυχαίος. Κατανοητό;
ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ
Κάθε φορά που ξεκινώ κάτι ,πάντα δυσκολεύομαι. Όχι
επειδή είμαι άχρηστος ή ανίκανος ή τεμπέλης ή ατάλαντος, απλά επειδή δεν ξέρω
πώς να κάνω την αρχή. Διότι ως γνωστόν,
η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Κάπου εδώ κολλάει και το κάθε αρχή και
δύσκολη.
Κατ’ αρχήν, να σας πω με το χέρι στην καρδιά, ότι
είναι το πρώτο μου εγχείρημα να αποτυπώσω τις πιο κρυφές μου σκέψεις, να χωρέσω
όλη μου τη ζωή σ’ ένα και μόνο βιβλίο. Ένιωσα στην αρχή φοβία γι’ αυτό που πάω
να κάνω, αλλά στην πορεία, καθώς περνούσανε τα χρόνια, κάτι άλλαξε μέσα μου.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου; Άσπρισαν τα μαλλιά μου; Κιτρίνισαν τα δόντια μου;
Γέμισα ρυτίδες; Ποιος ξέρει;
Στο μυαλό μου πάντα τριγυρίζουν όλα όσα συνέβησαν. Όλα
αυτά που έπαθα και έμαθα. Αναπολώ όμορφες εικόνες, χορεύουν στο μυαλό μου
πολύχρωμες αναμνήσεις, προσπαθώ να διαγράψω κακές στιγμές και όλα αυτά που με
πόνεσαν. Και είναι πολλά. Πάρα πολλά. Θυμάμαι ακόμα και τα λάθη μου. Τις
επιλογές μου. Αλλά δεν μετανιώνω.
Με βλέπω στη μέση ενός ατέλειωτου δρόμου να περπατάω
γυμνός και ξυπόλυτος. Άλλοτε σε μια ευθεία να ατενίζω τον ορίζοντα κι
άλλοτε σε απόκρημνες κορφές με αγκαθωτούς θάμνους να τρυπάνε τα πόδια μου.
Και τώρα κάνω την αρχή και απαριθμώ τις γλυκόπικρες
ιστορίες της ζωής μου, που μ’ έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι όλα όσα έζησα
πρέπει να τα μοιραστώ μαζί σας για λόγους πολύ μπερδεμένους, αλλά κυρίως,
επειδή έτσι γουστάρω.
Αρχής γενομένης από την παιδική μου ηλικία, ακολουθεί
η εφηβεία και φτάνουμε στο σήμερα που ελπίζω ότι βρίσκομαι πια στην πιο
δημιουργική φάση. Πολλές φορές έπιανα το μολύβι και ξεκινούσα να γράφω, αλλά σε
κλάσματα δευτερολέπτου κάτι με χάλαγε και έσχιζα τις σελίδες και η στοίβα απ'
τα σκισμένα χαρτιά ολοένα και μεγάλωνε. Για τα ορθογραφικά λάθη και τις κακές
λέξεις δεν ντράπηκα ποτέ.
Όνειρα, εφιάλτες, σκέψεις, χαρές, λύπες, αγάπες,
έρωτες, καημοί. Όλα ευθυγραμμισμένα.
Όμως με το ένα να προσπαθεί να υπερισχύσει του άλλου. Κι έτσι πέρασε ο καιρός και φτου κι απ’ την
αρχή…
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ – ΟΛΑ ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ
Παραμονή Χριστουγέννων! Το δέντρο μας είναι στολισμένο
με μεγάλες κόκκινες μπάλες, χρυσές κορδέλες και αμέτρητα πολύχρωμα φωτάκια που
δεν σταματούν να χορεύουν. Όλο το σπίτι ευωδιάζει ζάχαρη! Τα μελομακάρονα, οι
κουραμπιέδες και οι δίπλες είναι έτοιμα στις πορσελάνινες πιατέλες και
περιμένουν τους καλεσμένους για να τα απολαύσουν. Το κουδούνι δεν σταματά να
χτυπά και τα πιτσιρίκια της γειτονιάς έρχονται για να μας πουν τα κάλαντα. Ο
πατέρας μου κοιμάται του καλού καιρού. Η μεγάλη μου αδερφή έχει βγει για ψώνια.
Τότε μου το ανακοίνωσε η μητέρα μου! (πριν τρείς μήνες δηλαδή)
«Το δικό μου βιβλίο θα βγάλεις πρώτο!»
«Καλέ μαμά! Άλλο βιβλίο έχω στο πρόγραμμα να εκδώσω…»
«Και το δικό μου πότε θα το βγάλεις; Αφού πεθάνω;»
(μαύρο – κατάμαυρο - χιούμορ)
«Εντάξει τότε! Αφού επιμένεις θα στο κάνω το χατίρι!
Αλλά να ξέρεις ότι θα κυκλοφορήσει την
ημέρα των γενεθλίων σου! Θέλω να στο κάνω δώρο! Ένα ξεχωριστό δώρο που θα το
θυμάσαι για πάντα!»
(πείσμα εκείνη; πείσμα κι εγώ! ούτε γιός της να
ήμουνα…)
«Κάνε ότι καταλαβαίνεις… παράτα τα θέατρα και τους
καφέδες, κάτσε στο γραφείο σου… στρώσε τον πισινό σου και γράψε! Θέλω να είναι
το καλύτερό σου!»
Όπως πάντα το ίδιο σκηνικό… δυο πακέτα τσιγάρα, μια
μεγάλη κούπα καφέ φίλτρου με άρωμα φουντούκι και το αγαπημένο μου laptop το
οποίο δεν το αποχωρίζομαι ποτέ…
Πρόκειται για τη ζωή της μητέρας μου! Πρέπει να βάλω
τα δυνατά μου! Θα είναι το καλύτερό μου! πλάκωσαν μαζεμένες οι σκέψεις μέσα
μου…
Άνοιξα ένα καινούργιο αρχείο. Πάνω πάνω έγραψα το
ονοματεπώνυμό μου. Στη μέση με κεφαλαία γράμματα έγραψα το όνομά της.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ. Ακριβώς από κάτω με πλάγια γράμματα «Όλα όσα θυμάμαι».
Έκανα την προσευχή μου όπως κάνω πάντα και ξεκίνησα.
4 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ;
… Μικρά κι ανόητα Στρουμφάκια αχ και να ξέρατε πόσο
πολύ σας μισώ… που όλου του κόσμου οι κατάρες στα κεφάλια σας πάνω να πέσουν…
που άσπρη μέρα να μην ξαναδείτε… τώρα λοιπόν που θα διαβάσετε αυτό το γράμμα…
ετοιμαστείτε να κλάψετε με μαύρο κλάμα…
Πρώτο παράπονο. Για μένα σίγουρα δεν γράφτηκε ποτέ
κανένα τραγούδι αν και τραγουδούσατε σαν χαζοχαρούμενα όλη την ώρα. Δεύτερο
παράπονο. Ούτε και κανένα ποίημα. Για μένα και για όλες τις άτυχες κοπέλες της
γενιάς μου που η μοίρα τους τα είχε αλλιώς γραμμένα και η γκαντεμιά τους
χτύπησε απροειδοποίητα την πόρτα. Που στα λευκά δεν ντύθηκαν ποτέ. Νυφούλα τον
εαυτό τους δεν καμάρωσαν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη. Δεν ευτύχησαν και δεν
ζήσανε χαρές και πανηγύρια. Και απορώ αν αισθάνεστε τύψεις που λέει και το
άσμα. Και απορώ οι άλλες τι παραπάνω έχουν από μένα; Βίλα στην Εκάλη; Κότερο
πενήντα μέτρων; Ύψος; Εμφάνιση; Μυαλό; Μορφωτικό επίπεδο;
Ναι, οκ, μια χαρά το γλεντάγαμε εκεί στο χωριό, με τα
ήθη και τα έθιμά μας, με τις γιορτές κάθε τρείς και λίγο, δεν λέω, αλλά ρε αγόρια:
Τρίτο και βασικότερο παράπονο: μία και μοναδική με είχατε, προσοχή το
υπογραμμίζω αυτό – με εί χα τε - μια
πρόταση γάμου δεν σκέφτηκε να μου κάνει κανένας σας; Ούτε ένας; Έτσι για τα
μάτια! Τι περιμένατε; Να σας την κάνω εγώ; (το επεισόδιο εκείνο που σας είχε
πιάσει η άνοιξη και τρωγόσασταν ποιος θα με πρωτοπάρει δεν το λαμβάνω στα υπόψη
γιατί είχατε καπνίσει χόρτα κόβω το κεφάλι μου γι’ αυτό).
Μικρά κι ανόητα Στρουμφάκια κλάψτε! Κλάψτε τώρα που μπορείτε γιατί εμένα ΔΕΝ θα με
ξαναδείτε! Μόνο στις φωτογραφίες που κοσμούν τους τοίχους στο σπιτάκι μου και
στα αμέτρητα βίντεο στο You Tube. Αυτή είναι η παρακαταθήκη μου. Ήμουνα νια και
γέρασα θα έλεγα αν επέλεγα να ζήσω μαζί σας για λίγα χρόνια ακόμη. Αλλά, δική
μου είναι η ζωή ό, τι θέλω την κάνω! Σωστά; Γιατί να ζήσω; Γιατί να κάνω
υπομονή; Ε; Γιατί; Γίνομαι επιθετική αλλά τώρα που τα γράφω και τα
ξανασκέφτομαι μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, το βλέπω το εγκεφαλικό να
έρχεται και θα φύγω πριν την προγραμματισμένη ώρα μου.
Με το μπαρδόν δηλαδή αλλά, ζωή ήταν αυτή που ζούσαμε;
Εσείς μια χαρά την είχατε καταβρεί με τις ασχολίες σας και τις κλίκες και τις
κόντρες σας. Άλλος να φυτεύει βλήτα, άλλος να σκαρώνει εφευρέσεις, άλλος να
φτιάχνει γλυκά και να τα τρώει μόνος του και άλλος για τη βάρκα μας (συγγνώμη
λάθος αυτό είναι από άλλο έργο). Μάγκες όλοι σας έτσι για να περνάει η ώρα. Κι
εγώ χωμένη στην κουζίνα να σας μαγειρεύω και να σας φτιάχνω τους φραπέδες λες
και δεν είχα δικά μου ενδιαφέροντα. Και να έχω και από πάνω τον φιλάσθενο τον
Μπαμπα –Στρούφ κάθε τρεις και λίγο τέζα στο κρεβάτι και να πρέπει μέσα σ’ όλα
να κάνω και τη νοσοκόμα. Εμένα άραγε με σκέφτηκε ποτέ κανείς σας; Ε; Δεν
περιμένω από κανέναν σας απάντηση. Τώρα είναι αργά.
Φταίτε όλοι σας παλιοστρουμφάκια και κανένας μα πρώτη
απ’ όλους φταίω εγώ που σας ανέχτηκα κι έκανα υπομονή τόσα χρόνια. Πέρασα το
κατώφλι των δεκαέξι και ούτε ένας υποψήφιος γαμπρός δεν βρέθηκε να μου
προσφέρει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, τόσα έχουμε στο χωριό το κέρατό μου, καλά
για μονόπετρο ούτε λόγος ούτε για αστείο, το ίδιο κάνει. Για να μην αναφερθώ
στο λευκό μου φόρεμα και στα λευκά μου γοβάκια που βγάλανε ρίζες πάνω μου. Τόσα
επεισόδια με το ίδιο dress code τα έβγαλα, ρεζίλι των σκυλιών! Τι θα λένε όλες
οι άλλες;
Σήμερα, λοιπόν, φεύγω για πάντα από αυτόν τον κόσμο. Εσείς
σας παρακαλώ να συνεχίσετε κανονικά τη ζωή σας. Μη μου προβληματίζεστε και μου
πάθετε τίποτα. Να βρείτε άλλη δουλάρα να σας μαγειρεύει και να σας πλένει τα
ασπρόρουχα. Για να σας δω, θα βρείτε καλύτερη από μένα; Δεν το νομίζω. Η
απουσία μου άραγε θα γίνει αισθητή; Να ζει κανείς ή να μη ζει; Άσχετο!
Να μη ζει! Μη με θάψετε στο χωριό. Σας ικετεύω. Το
βαρέθηκα. Και τη ζωή μου τη βαρέθηκα. Το τονίζω αυτό. Τα πάντα βαρέθηκα! Θερμή
παράκληση, αν δεν σας κάνει κόπο, να βάλετε φωτιά και να με κάψετε. Δικός μου ο
θάνατος ότι θέλω τον κάνω. Και τις στάχτες μου να τις σκορπίσετε στο ξέφωτο που
καθόμουν πάντα και κάθομαι και τώρα και γράφω αυτές τις γραμμές. Να φυσήξει η
τραμουντάνα να τις πάρει πέρα μακριά.
Αντίο για πάντα μικρά μου στρουμφάκια. Αυτά είχα να
σας πω κι ένα πικρό πολύ πικρό (σκέτο φαρμάκι) αντίο. Και μη ξεχνάτε: Σας μισώ!
Ω τάφε μου! Ω νυφιάτικό μου! Όπως θα έλεγε και η
διάσημη Αντιγόνη
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΗΤΑΝ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Μια φορά ήταν ο καιρός! Mεγάλος και τρανός που για να
μη βαριέται αλλάζει συνεχώς. Όμως έχει ελαττώματα δυστυχώς. Η φύση είναι
εξαγριωμένη με τους ανθρώπους επειδή πετούν τα σκουπίδια τους όπου βρουν και
δεν καταλαβαίνει τίποτα. Την παρακάλεσε να σταματήσει το κακό και να τους
δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία.
Θα τα
καταφέρει άραγε ο καιρός να την πείσει; Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να κάνουν
ανακύκλωση και να σέβονται το περιβάλλον; Ποιος ξέρει;
Ένα
βιβλίο πιο επίκαιρο από ποτέ. Μια ιστορία που περνάει μηνύματα για την
κλιματική αλλαγή και την προστασία του περιβάλλοντος.










Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου