Εκείνος είπε: «Ας συναντηθούμε τη νύχτα
που θα πέσουν οι Ωριωνίδες στη Γη, στην καρδιά του φθινοπώρου, εκεί που όλοι
εγκαταλείπουν το καλοκαίρι όταν η παλίρροια σκεπάσει τους βράχους».
«Εκεί;» ρώτησε με εμφανή την απορία η
Μερόπη.
«Ναι… εκεί όπου υπήρχαμε από πάντα», απάντησε
εκείνος.
Η Μερόπη συμφώνησε αλλά ένιωσε άβολα με το
αινιγματικό ύφος της συζήτησης. Έκλεισε το τηλέφωνο κι άνοιξε το ημερολόγιο. Οι
Ωριωνίδες θα συναντούσαν την ατμόσφαιρα της Γης σε επτά ημέρες. Προαισθάνθηκε
την έξαψη της συνάντησης. Τη δυσκολία του επαναπροσδιορισμού, αυτό το ύπουλο
συναίσθημα που είναι κράμα θλίψης και τύψης. Δεν ήταν νοσταλγία. Η επιστροφή
της δεν έμοιαζε με το άλγος του νόστου. Θα ήταν για εκείνη μια παλιννόστηση στο
γνώριμο έδαφός της, στην αγκαλιά του, στα χέρια του, ωστόσο αυτή τη φορά η
επανένωση έκρυβε μια αρτιφανή γνώση, μια νέα αποκάλυψη… Γνώριζε τον λόγο της
ψυχασθενικής επιθυμίας που την ωθούσε να γυρίζει συνεχώς κοντά του.
Αυτή η αλλόκοτη ζάλη έρωτος κι αναζήτησης εαυτού την έσυρε τη νύχτα της
συνάντησης στο σημείο που είχε ορίσει εκείνος. Μόλις έφτασε… έχωσε τα πόδια της
στο παγωμένο νερό της Ευρυάλης. Το κρύο δεν την αφορούσε… Το σώμα της υπάκουε
μόνο στις συναισθηματικές αισθήσεις. Η ερημική παραλία είχε όλα τα γνωρίσματα
της φθινοπωρινής εποχής. Οι βορινές στροφές του ανέμου ξεσήκωναν το ρίγος των
κυμάτων. Έριξε τη ζακέτα της στους ώμους και περπάτησε επάνω στα βότσαλα.
Κάθισε επάνω στην υγρή καρίνα μιας αναποδογυρισμένης βάρκας. Η αρμύρα είχε
ξεφτίσει την ξύλινη επιφάνεια και δεν φαινόταν τ’ όνομά της. Το παροπλισμένο
πλεούμενο κειτόταν στο αγιάζι της αφιλόξενης αύρας, παρατημένο στην ψυχρή
εναλλαγή της μελαγχολικής εποχής.
Η
Μερόπη σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό τη στιγμή που οι Ωριωνίδες πυρπολούσαν
το σκότος του ορίζοντα. Ήταν μια σύντομη βροχή από μικρά πύρινα σφαιρικά
σημάδια που άφηναν πίσω τους το δάκρυ της συμπαντικής πτώσης.
Μα εκείνος δεν ήταν εκεί..! Κάποτε
καλωσόριζαν μαζί την αστρική βροχή του φθινοπώρου. Δυσανασχέτησε κι αναρωτήθηκε
: «Γιατί ήρθα πάλι εδώ;» Ήξερε… «Επειδή
είμαι ερωτευμένη με το παρελθόν», συμφώνησε το εσωτερικό της «είναι». «Διανύω
κυκλικές τροχιές στον χρόνο σαν τους διάττοντες αστέρες. Οι αναμνήσεις μου με
μεταφέρουν επανειλημμένα στην Ευρυάλη. Εδώ ονειρεύομαι το παρελθόν… το άγγιγμά
του».
Καθώς η τελευταία Ωριωνίδα βυθιζόταν στο βαρυτικό πεδίο του σκοτεινού ημισφαιρίου,
η Μερόπη είδε τα φώτα ενός αυτοκινήτου να πλησιάζουν τον παραλιακό χωμάτινο
δρόμο. «Εκείνος!» σκέφτηκε…μα έπειτα μια ακόμη σκέψη την εμπόδισε να
χαρεί τον ερχομό του. Άραγε, εκείνος ήταν ακόμη ερωτευμένος; Αν όχι… τότε για
ποιο λόγο την καλούσε πίσω κάθε φορά που εκείνη έφευγε μακριά του; Κι αυτό το
ήξερε... Ήταν ερωτευμένος με την επιθυμία της να επιστρέφει σε εκείνον. Με την προσμονή
του γυρισμού της. Ερωτευμένος με το μέλλον! Γι’ αυτό ακολουθούσε τις πύρινες
τροχιές της ξανά και ξανά σαν να ήταν το δάκρυ ενός φλογισμένου ουράνιου
σώματος.
Η Μερόπη στάθηκε απέναντί του. Είδε την
απόφαση στα μάτια του. Όσο το κύμα σάρωνε την ακτογραμμή της Ευρυάλης αφέθηκαν
κι δυο σε μια υπόσχεση. Να ερωτευτούν από κοινού το μέλλον. Κι ίσως σε ετούτη
την τροχιά να συναντούσανε μαζί τις καλοκαιρινές Περσείδες…
Ελένη Ψαρρά
Σημειώσεις-Συμβολισμοί:
1.
Ευρυάλη:
Ευρεία άλς (θάλασσα). Στη μυθολογία η μητέρα του Ωρίωνα.
2.
Ωριωνίδες:
Φθινοπωρινή βροχή διαττόντων αστέρων (μετεωριτών) με ακτινοβόλο σημείο
εμφάνισης τον αστερισμό του Ωρίωνα, όμως προέρχονται από την ουρά του κομήτη
του Χάλεϊ.
3.
Μερόπη:
Στη μυθολογία η κόρη του βασιλιά Οινοπίωνα της Χίου. Την ερωτεύτηκε ο Ωρίωνας
και προσπάθησε να την απαγάγει.
4.
Περσείδες:
Βροχή διαττόντων αστέρων κατά τον μήνα Αύγουστο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου