Ο ήρωας αυτής της ιστορίας, ο Άλντο, διορίζεται από
την κυβέρνηση της Ορσένα, μιας πόλης με δοξασμένο παρελθόν, η οποία όμως
βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, πολιτικός επίτροπος στις Σύρτεις.
Επικεφαλής του Ναυαρχείου στις Σύρτεις είναι ο
πλοίαρχος Μαρίνο, αξιωματικός που ευνοεί την ενυπάρχουσα κατάσταση της χαύνωσης
για τις στρατιωτικές αποικιακές δυνάμεις της Ορσένα, ενώ ο κίνδυνος καραδοκεί
από την αντίπαλη πόλη του Φαργκεστάν.
Ο Άλντο με τη σύμπραξη κι άλλων αξιωματικών και υπό
την επήρεια της γοητείας που ασκεί πάνω του η Βανέσα, μια σαγηνευτική αλλά και
μυστηριώδης γυναίκα, αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του...
“Τα πρόσωπα των έργων του Γκρακ είναι σκιές που
κινούνται σ’ ένα φθινοπωρινό φως, φαντάσματα φιλτραρισμένα μέσα από φωτισμούς
του δάσους, παρουσίες στεφανωμένες φαντασμαγορικά. Η ποίηση του είναι η ποίηση
των ερειπίων του χρόνου, ατέλειωτα τενάγη, θρησκευτικές πορείες λειψάνων,
δαιδαλώδη φρούρια, προμαχώνες, εξώστες, τζαμαρίες, θόρυβοι, που σχηματίζουν στα
πρώτα βιβλία του ένα ακινητοποιημένο φεγγοβόλημα”.
Σύντομο βιογραφικό
O Ζυλιέν Γκρακ (Julien Gracq), γεννήθηκε με αληθινό όνομα Louis Poirier στις 27 Iουλίου 1910 στο St. Florent-le-Vieil στις όχθες του Λίγηρα, μεταξύ Nάντης και Aνζέρ. Tην παιδική του ηλικία σημαδεύει το οικοτροφείο. Φοιτά αρχικά σε ένα Λύκειο της Nάντης, κατόπιν στο Παρίσι στο περίφημο Λύκειο Henri IV, στην Εcole Normale Superieure και στη συνέχεια στη Σχολή Πολιτικών Eπιστημών (Ecole des Sciences Politiques), από όπου παίρνει πτυχίο το 1933. Την εποχή εκείνη έρχεται σε επαφή με τον Αντρέ Μπρετόν, του οποίου το έργο, και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα “Νάντια”, τον κάνει να στραφεί στη λογοτεχνία. Kαθηγητής της Iστορίας, καταπιάνεται με τη διπλή του δραστηριότητα από το 1937. Aφενός γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, “Au chateau d’ Argol”, το πιο “βίαιο και αφηρημένο βιβλίο του” κατά τους κριτικούς, σχετικά με τις φορτισμένες πλευρές ενός ερωτικού τριγώνου, με αναφορές στον Έντγκαρ Άλαν Πόε και στον Λωτρεαμόν, και αφετέρου αρχίζει να διδάσκει στα Λύκεια της Kιμπέρ, της Nάντης, της Aμιένης, και από το 1947 μέχρι τη συνταξιοδότησή του τo 1970 στο Λύκειο Claude-Bernard στο Παρίσι. Στη συνέχεια θα αποτραβηχθεί στη γενέτειρά του στις όχθες του Λίγηρα, στο χωριό St. Florent-le-Vieil, όπου θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του (22 Δεκεμβρίου 2007, σε ηλικία 97 ετών). Έγραψε πάντα με το ψευδώνυμο Julien Gracq μυθιστορήματα, ποίηση, θέατρο και δοκίμια. O ίδιος μικρός παριζιάνος εκδότης, ο Jose Corti, δημοσίευσε όλα του τα βιβλία, τα εξής: “Au chateau d’Argol” (1939), “Un beau tenebreux” (1945), “Liberte grande” (1946), “Andre Breton, quelques aspects de l’ecrivain” (1948), “Le Roi pecheur” (1948), “La Litterature a l’estomac” (1950), “Le Rivage des Syrtes” (1951, ελλ. έκδ. “Η ακτή των Σύρτεων”), “Prose pour l’etrangere” (εκτός εμπορίου, σε μικρό σχήμα, 1952), “Un balcon en foret” (1958, ελλ. έκδ. “Μπαλκόνι στο δάσος”), “Preferences” (1961), “Lettrines I” (1967), “La Presqu'ile” (1970), “Lettrines II” (1974), “Les Eaux etroites” (1976, ελλ. έκδ. “Τα στενά νερά”), “En lisant en ecrivant” (1980), “La Forme d'une ville” (1985), “Proust considere comme terminus, suivi de Stendhal, Balzac, Flaubert, Zola” (1986), “Autour des sept collines” (1988), “Carnets du grand chemin” (1992), “Entretiens” (2002), “Plenierement” (Editions Fata Morgana, 2006, επανέκδοση ενός κειμένου για τον Αντρέ Μπρετόν που είχε δημοσιευτεί το 1967), “Manuscrits de guerre” (2011, έκδοση μετά θάνατον).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου