ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Virginia Wolf είχε πει κάποτε: «Μάταια και
τιποτένια καθώς δείχνουν, τα ρούχα, λένε, πως έχουν πιο σημαντικά αξιώματα από
το να μας κρατούν ζεστούς. Αλλάζουν την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο και την
εικόνα που έχει ο κόσμος για εμάς».
Τελικά πόσο δίκιο ή άδικο είχε η διάσημη Αγγλίδα
μυθιστοριογράφος, με τούτη την δημόσια τοποθέτηση της;
Δύσκολο ερώτημα για να απαντηθεί, από έναν κοινό
και άσχετο με το θέμα, θνητό. Εύκολο όμως για να απαντηθεί, από κάποιον ειδήμονα
του χώρου, που κουβαλάει ήδη στις φαρδιές και στιβαρές του πλάτες, χρόνια εμπειρίας
και ανελλιπούς παρουσίας στο χώρο της μόδας και του διαχρονικού στυλ. Στον
παρακάτω διάλογο που ακολουθεί, ο διάσημος σχεδιαστής μόδας, με αρωγό τις εννέα
πιο σημαντικές φωτογραφίες της ζωής του, απογυμνώνεται από αναστολές και ενοχές
και σε πρώτο πρόσωπο, αποκαλύπτεται διεξοδικά.
Έτσι, μέσα από τούτη την άνευ ιματίων
εξομολόγηση, πατρονάρει με το χαρτί της συνείδησης, κάθε κρυφή πτυχή του
προγενέστερου βίου του, ράβει με την αόρατη κλωστή του μνημονικού ένα - ένα τα
κομμάτια της ταλαντούχας και μακρόχρονης καριέρας του και εν τέλει εκτίθεται
στο ευρύ κοινό, δίνοντας με αυτό τον τρόπο το καλύτερο ντεφιλέ της ζωής του. Το
ντεφιλέ της ψυχής του.
Εδώ που λες, είναι λίγο πριν διασχίσω το
κατώφλι του Κολλεγίου, προκειμένου να περάσω από την απαιτούμενη ακρόαση, για
την εισαγωγή μου ή όχι σε αυτό. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, η πίεση της
δεδομένης περίστασης, σε συνδυασμό με το δέος από το οποίο είχα καταληφθεί
άβουλα και σχεδόν σιωπηρά, μου είχαν θολώσει την σκέψη και ο
κόμπος που μου είχε δέσει κάπως άκομψα το στομάχι, με έκαναν να νιώθω
μια διαρκή πικρίλα στο στόμα μου, λες και ήμουν άρρωστος. Η Μελισσάνθη λοιπόν τότε, βλέποντας με σε
αυτήν την δεινή θέση αλλά και για να μου δώσει λίγο ακόμη δύναμη και κουράγιο,
προκειμένου να με ενθαρρύνει, φώναξε το όνομα μου λίγο πριν διασχίσω την μεγάλη
γυάλινη πόρτα του κτηρίου. Έτσι,
γυρνώντας για να δω τι στο καλό με θέλει, με αποθανάτισε σε αυτό το
μοναδικό ενσταντανέ. Έχεις δίκιο. Είναι όντως αγωνιώδες, ως στιγμιότυπο. Μην
σου πω και λίγο τρομακτικό. Κοίτα το χρώμα του προσώπου μου. Λευκό του
πεθαμένου. Κοιτά την αντίθεση που κάνει το χρώμα μου, με το χαρακτηριστικό καφέ τούβλο του κτηρίου. Είχα
πανιάσει εντελώς. Μην σου πω κιόλας, ότι είχα πεθάνει και δεν το ήξερα. Εδώ
δες! Το μέτωπο μου. Κοίτα, πως έχει ρυτιδιάσει από την αμηχανία της στιγμής.
Και να φανταστείς ότι είμαι μόλις είκοσι ενός εδώ. Ευτυχώς βέβαια το μούδιασμα
που ένιωθα στα άκρα μου, δεν αποτυπώθηκε στο στιγμιότυπο. Ουφ, πάλι καλά.
Κράτησα κάτι και για μένα.
Μα αυτό που λες, δεν ήταν εφικτό σε καμία
περίπτωση τότε. Διότι, δεν γινόταν να μην διακατέχεσαι από άγχος, ενόσω
περίμενες ακρόαση. Και επιπροσθέτως, πως να μην αγωνιάς μαρτυρικά, όταν γνωρίζεις πολύ καλά, ότι όλα ξεκινούν
και τελειώνουν στο Saint
Martins.
Ναι, όλα εκεί. Γιατί για μένα που πάντα δήλωνα λάτρης της Βρετανικής μόδας, δεν
υπήρχε καλύτερος πρεσβευτής της από το Saint Martins. Κατάλαβες; Άλλωστε, όλες οι
πρώιμες ενδυματολογικές καταβολές μου αλλά και οι μεταγενέστερες σχεδιαστικές
επιρροές μου πηγάζουν και ανατροφοδοτούνται μέσα από αυτό. Επίσης, έχεις ιδέα
ποιοι άλλοι είναι απόφοιτοι του συγκεκριμένου Κολλεγίου; Να σου θυμίσω μερικούς
λοιπόν. John Galliano, ο αείμνηστος Alexander Mc Queen, η δικιά μας Σοφία Κοκοσαλάκη.
Θες άλλους; Καταλαβαίνεις τώρα λοιπόν, το κυρός αυτού του Κολλεγίου και τι
σήμαινε τότε αυτό για μένα. Όπως και πιστεύω να κατάλαβες, μετά από όσα σου
είπα, πόσο σπουδαίο είναι αυτό το ενσταντανέ για μένα. Αν και μεταξύ μας, τώρα
πια πιο σπουδαίο είναι το πρόσωπο που το αποθανάτισε και όχι αυτό, καθ΄ αυτό το
ενσταντανέ. Κακομοίρα Μελισσάνθη, τι σου ‘μέλλε να πάθεις.
Να σου πω κάτι άλλο τώρα. Θα προτιμούσα να
κουβεντιάσουμε για τα χρόνια που προηγήθηκαν της φοίτησης μου. Διότι, η φοίτηση
μου και τα χρόνια που πέρασα στο Λονδίνο, είναι λίγο πολύ γνωστά από παλιές μου
συνεντεύξεις. Αυτό όμως που δεν ξέρει ο κόσμος, είναι τι προηγήθηκε. Με άλλα
λογία έχει πιο πολύ ενδιαφέρον νομίζω να αναφερθώ στις δυσκολίες που αντιμετώπισα
πριν γινώ δεκτός στους κόλπους του Κολλεγίου. Γιατί πίστεψέ με η αποδοχή μου ως
σχεδιαστής μόδας, από τον κοινωνικό μου περίγυρο και ειδικά από την οικογένεια
μου, δεν υπήρξε ποτέ εύκολη υπόθεση.
Όπως σου προείπα γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια
επαρχιακή πόλη με πολλά καλά αλλά και πολλά κακά. Νομίζω βέβαια, ότι τα καλά
υπερτερούν, αλλά όπως και να έχει το κακό για την επαρχία είναι κακό! Ένα
λοιπόν κακό για την επαρχία είναι να είσαι ή να κάνεις κάτι διαφορετικό από
τους άλλους. Το να θες λοιπόν να γίνεις σχεδιαστής μόδας, είναι σαν να θες να
είσαι και να κάνεις το κάτι διαφορετικό από τους συντοπίτες σου. Πράγμα δηλαδή
ασυγχώρητο και σφοδρά κατακριτέο. Θυμάσαι βεβαίως, την άθλια συμπεριφορά που
μου επέδειξαν, από το δημοτικό σχολείο μάλιστα, οι συμμαθητές μου με τους οι
γονείς τους. Όχι, η διαφορετικότητα από οπού και αν προέρχεται δεν υφίσταται
στην επαρχία. Δεν θα είναι και δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή. Δεν είναι άλλωστε
τυχαίος, ο απαράβατος άγραφος κανόνας του «καλυτέρα να σου βγει το μάτι, παρά
το όνομα». Εννοείται ότι και η οικογένεια μου, ακολουθούσε τυφλά αυτόν τον
κανόνα και δη ο πατέρας μου, ο οποίος μη θέλοντας να «σπιλωθεί» το περήφανο
όνομα της οικογένειας μας, μου απέκλεισε εξαρχής την περίπτωση να με αφήσει να
γινώ σχεδιαστής μόδας. Πρόσεξε τι σου λέω. Όχι να μου δώσει χρήματα προκειμένου
να σπουδάσω, αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί ποτέ. Αλλά ούτε καν να με αφήσει να
γίνω σχεδιαστής. Αυταρχική πέρα για πέρα απόφαση. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν.
Χούντα δηλαδή. Αν το σκεφθείς καλά δηλαδή, η κοινωνία όπου μεγάλωσα, με τον
έναν ή άλλον τρόπο, επέβαλε χούντα στα όποια όνειρα μου, μέσω της δικτατορικής
απόφασης του πατέρα μου. Και να φανταστείς δεν υπήρξε ποτέ του χουντικός.
Επίσης, δεν μπορώ να ξεχάσω το χαστούκι που έφαγα από εκείνον, όταν τους
ανήγγειλα ότι γράφτηκα στην σχολή υψηλή ραπτικής εδώ στην Αθήνα. Ήταν η πρώτη
και η τελευταία φορά που με χτύπησε στην ζωή του. Και ήταν τότε… Αλλά ας
πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Δηλαδή το πως φτάσαμε σε αυτό χαστούκι.
Τρίτο Κλικ
Ήτανε φανερό ότι η κύρια πύλη
εισόδου του βλήματος ήταν η κάτω γνάθος, με έξοδο το άπειρο, μιας και το κεφάλι
του από εκεί και πάνω, είχε εξαϋλωθεί εντελώς. Μόνο κάποια μικρά κομμάτια του
κρανίου, μαζί το τριχωτό, κείτονταν διάσπαρτα και περιμετρικά του πτώματος.
Επίσης, αίμα. Φρέσκο άλικο αίμα, είχε πιτσιλίσει, σαν αλλοτινός πίνακας του
Τζάκσον Πόλλοκ, την πράσινο -καφέ παραλλαγή της σκοπιάς, σχηματίζοντας μάλιστα
σε αρκετά σημεία της τσιμεντένιας κατασκευής, μικρούς πορφυρούς σταλακτίτες.
Πέντε. Πέντε παγερά μακάρια και σαστισμένα άτομα, με τον θάνατο να είναι ακόμη
παρών, κοιτάζαμε σχεδόν αποσβολωμένοι κάτω από τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο,
αυτήν την σουρεαλιστική σκηνή που διαδραματιζότανε μπροστά στα έντρομα μάτια
μας. Σκηνή ανείπωτης τραγωδίας που γινόταν ακόμη πιο θλιβερή από την νεκρική
βουβαμάρα της στιγμής. Βέβαια, την νεκρική σιγή, διέκοψε κάπως άκομψα και
βίαια, ο ενοχλητικός ήχος του κινητού του Αρχιλοχία, που εκτελούσε εκείνη την
αποφράδα ημέρα, χρέη Αξιωματικού Υπηρεσίας. Στην άλλη άκρη της γραμμής προφανώς
ήταν κάποιος ανώτατος Αξιωματικός από την Μεραρχία, διότι με το που έκλεισε το
τηλέφωνο, ο Αρχιλοχίας δάκρυσε, ψελλίζοντας ταυτόχρονα κάποιες ακαταλαβίστικες
κουβέντες. Το δάκρυ βέβαια, όπως ήταν φυσικό, δεν ήταν για τον νεκρό φαντάρο,
αλλά για την Ένορκη Διοικητική Εξέταση που θα επακολουθούσε, διότι όπως είναι
γνωστό στο στρατό, πάντα κάποιος πρέπει να πληρώσει.
Τα λεπτά κυλούσαν αργά και βασανιστικά και
κανένας από τους πέντε μας, δεν έκανε κάτι. Είχαμε κερώσει κυριολεκτικά και
μεταφορικά. Η ήδη βεβαρυμμένη επιθανάτια ατμόσφαιρα, γινόταν ακόμα πιο βαριά
και σιχαμερή, από τις μύγες που άρχισαν να περιτριγυρίζουν το ακέφαλο κουφάρι,
καθώς και από την μυρωδιά της πτωμαΐνης που άρχισε να αναδύει ο αυτόχειρας.
Κάποια στιγμή και ενώ στεκόμουνα πάνω από το
πτώμα ψυχρός και ανέκφραστος, ανάμεσα στους άλλους τρεις συναδέλφους μου,
αντιλήφθηκα ότι ένα μικρό ρυάκι με αίμα του φίλο μου, είχε κυλίσει πάνω στο
παραλλαγή δάπεδο της σκοπιάς και είχε περιβρέξει τις μαύρες στρατιωτικές μου
αρβύλες. Εκείνες τις αρβύλες που είχαμε καλογυαλίσει παρέα με τις δικές του,
εκείνο το πρωινό, λέγοντας μου για πολλοστή φορά τον πόνο που βίωνε από τον
πρόσφατο χωρισμό του. Έναν χωρισμό εντελώς απρόσμενο και επίπονο. Τα είχανε
πέντε χρόνια βλέπεις, παρόλο το νεαρό της ηλικίας τους. Ήταν συνομήλικοι και
συμμαθητές από το νηπιαγωγείο, μια ζωή
μαζί δηλαδή. Όχι, μιας και ο συγχωρημένος ο Μανώλης, έτσι τον έλεγαν, ήταν δυο
χρονιά μικρότερος μου. Όχι, θα
αρραβωνιαζόντουσαν αμέσως μετά το στρατό. Τον παράτησε για κάποιον άλλον, απ’
όσο μου είχε πει.
Αλλά μην με διακόπτεις άλλο, σε παρακαλώ. Άσε
με πρώτα να τελειώσω την σκέψη μου και μετά θα σου λύσω την όποια απορία έχεις.
Που λες, βλέποντας, το αίμα του να γλείφει τις σόλες της αρβύλας, δεν άντεξα.
Σαν να με πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα, έβγαλα
το χιτώνιο και τον σκέπασα από τους ώμους και πάνω. Στάθηκα προσοχή και τον
χαιρέτησα στρατιωτικά. Στην συνέχεια έτρεξα όσο πιο μακριά μπορούσα και ξαπλώνοντας
πάνω σε κάτι ξερά χόρτα δίπλα στην συρμάτινη περίφραξη του στρατοπέδου, ξέσπασα
σε λυγμούς. Έκλαιγα για αρκετή ώρα
θυμάμαι, μη μπορώντας να συλλάβω το απονενοημένο διάβημα του φίλου μου
αλλά και να ξεπεράσω την τραγική σκηνή που πριν από λίγο είχε εξελιχθεί μπροστά
στα άπειρα ματιά μου, με το ακέφαλο κουφάρι του να κείτεται βουβό και
παραπονεμένο, πάνω στο παραλλαγή δάπεδο της σκοπιάς. Γιατί είμαι σίγουρος ότι
αν δεν είχε εξαϋλωθεί το κρανίο του Μανώλη, στο βλέμμα του θα διακρινόταν
καθαρά και ξάστερα, το μεγάλο του παράπονο για τον άδικο χωρισμό του. Την
αγαπούσε βλέπεις την Ελπίδα. Ναι, έτσι την έλεγαν. Και μάλιστα πολύ. Όμως μόνο
ελπίδα δεν έδωσε στην ζωή του. Απελπισία και απόγνωση μπορεί. Καλύτερα λοιπόν
να μην την έλεγαν έτσι. Ναι, νιώθω θυμό και οργή για εκείνη, ακόμη και τώρα που
μιλάμε. Και ας έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε. Όχι όμως αναίτια και
αδικαιολόγητα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Έκτο Κλικ
Η
επίδειξη έγινε στα τέλη του 2006. Τον Νοέμβριο συγκεκριμένα. Μα δεν υπήρχε
καταλληλότερο μέρος από την Bangla
Street,
για να φιλοξενήσει το παρθενικό μου fashion show. Σουρεάλ φυσικό τοπίο σε χρώμα
γκρι. Όχι δεν στήθηκε καμία πασαρέλα. Απλά είχαμε οριοθετήσει μια περιοχή γύρω
στα τριάντα μετρά σε μήκος και πέντε σε πλάτος και μέσα σε αυτήν περπάτησαν με
τόλμη και τρέλα σαράντα νέοι και νέες που είχα προεπιλέξει από τον στενό μου
περίγυρο. Ήταν από συναδέλφους και θαμώνες από το μαγαζί, μέχρι γνωστές πουτάνες
μασατζούδες και φίλες lady
boy.
Φυσικά στο show
συμμετείχε ως άλλη μαύρη γαζέλα και η Ζάντε. Ούτε προβολείς υπήρχαν, ούτε
μουσική. Αρκούσε μόνο το τεχνητό φως του δρόμου και τα επιφωνήματα θαυμασμού
των περαστικών για να προσδώσουν στα αλλοπρόσαλλα μοντέλα που διέσχιζαν με χάρη
και με μπρίο την άσφαλτο αλλά και στο show γενικότερα αυτό που πραγματικά
τους άξιζε: την αποθέωση.
Αυτό ήταν, την επαύριο όλοι στην Πατόνγκ
μιλούσαν για την παρθενική μου εμφάνιση στο χώρο της μόδας. Οι διθύραμβοι στην
πιάτσα έδιναν και έπαιρναν. Επίσης, μια τρέλα επικράτησε από τις πρώτες κιόλας
μέρες ως προς την αναζήτηση των μαγιό. Όλοι και όλες έψαχναν λυσσαλέα να τα
βρουν. Το αγωνιώδες αυτό κυνήγι και η ομαλότητα ως προς την ζήτηση
εξισορροπήθηκε τελικά μια εβδομάδα μετά την επίδειξη με την διάθεση τους στην
αγορά. Η διάθεσή τους ξεκίνησε από το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων ενός γνωστού
και φίλου Ταϊλανδού, ο οποίος είχε από την αρχή πιστέψει σε μένα και ο οποίος
είχε επίσης την απαιτούμενη
διορατικότητα, ώστε να προβλέψει την συνολική εξέλιξη του επενδυτικού
πλάνου που του είχα επιδείξει, σε άσχετη
φάση, κάμποσους μήνες πριν. Όμως με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η ζήτηση
γιγαντωνόταν - φαντάσου ότι στις αρχές
του 2007 είχαμε πλέον παραγγελίες και από γειτονικές χώρες όπως η Μαλαισία και
η Σιγκαπούρη - προχώρησα τον Μάρτιο κιόλας του ίδιου έτους στην ίδρυση της
εταιρίας και του Οίκου που έφερε την επωνυμία μου, καθώς και στην λειτουργία,
δυο μήνες αργότερα, του πρώτου επίσημου καταστήματος.
Το κατάστημα εκεί στελεχώθηκε αρχικώς από
εμένα και την πιστή μου φίλη, τη Ζάντε. Ναι παραιτήθηκε για χάρη μου, όπως και
εγώ δηλαδή από την δική μου εργασία. Βλέπεις, ήθελε να με στηρίξει στα πρώτα
μου βήματα στον χώρο. Επίσης, δεν είχα την δυνατότητα την δεδομένη χρονική στιγμή
να προσλάβω επιπλέον προσωπικό, μιας και οι οικονομίες που είχα αποταμιεύσει
από την εργασία μου ως μπάρμαν, καθώς και τα κέρδη από τις πρόσφατες πωλήσεις,
τα είχα ήδη δαπανήσει για την art
deco
αρχιτεκτονική και διακόσμηση του νέου καταστήματος. Ήταν χάρμα οφθαλμών,
πραγματικό στολίδι. Εγώ είχα αναλάβει τις πωλήσεις και η Ζάντε την υποδοχή. Τι
καλύτερο δηλαδή από έναν σχεδιαστή να προωθεί αυτοπροσώπως στους υποψήφιους
πελάτες τις δημιουργίες του και μια ψιλόλιγνη σιλουέτα να τους καλωσορίζει
εκθαμβωτικά. Βέβαια, η σύνθεση αυτή κράτησε μόνο έξι μήνες. Γιατί η εξέλιξη του
νεοσύστατου Οίκου ήταν ραγδαία. Τα καταστήματα που πουλούσαν τα προϊόντα μου
άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε όλη την νοτιοανατολική Ασία και οι
ακόρεστες βλέψεις που είχα για μια haute couture γινόντουσαν όλο και πιο μεγάλες.
Έτσι, αποχώρησα από το κατάστημα, παίρνοντας κοντά μου όπως ήταν φυσικό κι
εκείνη. Της ανέθεσα μάλιστα και νέα καθήκοντα. Εκτός από επίσημη συγκάτοικος,
έγινε και ιδιαιτέρα γραμματέας. Έχοντας λοιπόν διαβεί μετά βαΐων και κλάδων τον
Ρουβικώνα της ανωνυμίας και όντας μη άσημος πλέον στο χώρο της μόδας, ο δρόμος
για την κατάκτηση της Πόλης του Φωτός ήταν πια ορθάνοικτος.
Όγδοο Κλικ
Η ατμόσφαιρα ήταν
εξαιρετική. Θυμάμαι να στέκομαι καταμεσής της αρένας και να το απολαμβάνω. Ναι,
όποτε πήγαινα σε συναυλία - γιατί από τότε για ευνόητους λόγους σταμάτησα -
πάντα προτιμούσα να βρίσκομαι στην αρένα· ποτέ σε εξώστη ή εξέδρα. Ήθελα να
νιώθω τον παλμό του εκάστοτε συγκροτήματος να περνάει άμεσα και αφιλτράριστα
από την σκηνή μέσα μου. Είχα πιει ήδη δυο – τρία ποτά από το μπαρ και
βρισκόμουν σε φάση. Έκανε ζέστη και η αίθουσα δονούταν. Κολλητά μου δεκάδες
κορμιά χοροπηδούσαν ανεξέλεγκτα. Μίλαγα μαζί τους και έβγαζα selfies. Η παρουσία μου βλέπεις δεν μπορούσε με τίποτα να
περάσει απαρατήρητη. Εκείνο το βράδυ είχα προτιμήσει να πάω μονός. Έτσι, για
τους δικούς μου λόγους.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν κοφτοί κρότοι, κάτι
σαν μεταλλικοί ήχοι. Οι περισσότερο από μας, θεωρώντας ότι είναι πυροτεχνήματα,
μέρος του show,δεν δώσαμε σημασία. Καθώς όμως οι σφαίρες αρχίσαν
να σφυρίζουν γύρω μας, εγώ απλά συνέχισα να λυσσομανώ. Τέτοια ήταν η πώρωση που
ένιωθα, καθώς έβλεπα ζωντανά τους Eagles
of Death
Metal να παίζουν το Kiss to devil. Καθώς όμως
οι υπόκωφοι κρότοι γίνονταν όλο και πιο διαπεραστικοί, άρχισα να αναρωτιέμαι τι
στο διάολο μπορεί να συμβαίνει. Γύρισα προς τα πίσω, από εκεί δηλαδή που
έρχονταν οι μεταλλικοί ήχοι. Τότε είδα φλόγες να εκτοξεύονται από τρεις –
τέσσερις ανθρώπινες φιγούρες. Κατάλαβα ευθύς αμέσως ότι πυροβολούν και μάλιστα αδιακρίτως προς το
μέρος μας. Φαινόντουσαν άλλωστε πολύ άνετοι με αυτό που κάνουν, σαν να το είχαν
προσχεδιάσει από καιρό. Ξάφνου, μια κοπέλα στα δεξιά μου, με σκούντησε στα
πλευρά ρωτώντας επιτάχτηκα τι συμβαίνει. Ουσιαστικά ήξερε πολύ καλά τι γίνεται,
απλά δεν ήταν σε θέση να αποδεχτεί την όλη κατάσταση. Την είχε κυριεύσει ο
φόβος. Όπως και μένα φυσικά.
Κάποιος άναψε τα φώτα. Γυρνάω το βλέμμα
γυρεύοντας την κοπέλα που πριν από μια στιγμή, με ρωτούσε τι συμβαίνει. Έχει
κοκαλώσει. Την τραβάω από το χέρι και πέφτουμε μαζί στο πάτωμα. Κάνε την
πεθαμένη της φωνάζω, με όση φωνή μου έχει απομείνει από τον τρόμο. Όπως είμαι
πεσμένος, βλέπω κόσμο να πέφτει από μονός του κάτω προκειμένου να προφυλαχτεί
και κάποιους άλλους να πέφτουν σκοτωμένοι από τις σφαίρες. Ουρλιαχτά και αίματα
έχουν κατακλύσει το χώρο. «Πρέπει να
επιβιώσω» μονολογώ και αρχίζω να σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω. Κοιτάζω γύρω,
υπάρχουν αρκετοί σκοτωμένοι. Προσπαθώ να μπω από κάτω τους να κρυφτώ. Με αρκετή
δυσκολία τα καταφέρνω. Προτρέπω κι εκείνη να κάνει το ίδιο. Δεν με υπακούει και
σηκώνεται να φύγει. Μια σφαίρα την βρίσκει στο θώρακα. Την σκότωσε ακαριαία. Το
άψυχο σώμα πέφτει πάλι στο πάτωμα και ένα άλικο ρυάκι αρχίζει να κυλά προς τα
εμένα. Είναι το αίμα της.
Ταυτόχρονα καταλαβαίνω ότι κάποιος έχει
ανοίξει την έξοδο κίνδυνου γιατί πολλά άτομα άρχισαν να τρέχουν όπως – όπως
προς τα εκεί. Όπως και να το κάνεις όμως ήμασταν πάρα πολλοί ακόμη
εγκλωβισμένοι, έρμαια στα χεριά αυτών των στυγνών δολοφόνων. Κυριολεκτικά στο
έλεος τους. Έτσι, συνεχίζω να νιώθω ανήμπορος και συγχρόνως εξοργισμένος.
Εξοργισμένος για το πώς 1500 άτομα βιώνουμε αυτήν την ανείπωτη τραγωδία. Ναι,
σύμφωνα με τα στοιχεία που διέρρευσαν αργότερα εκείνο το βράδυ, μέσα στο θέατρο
βρισκόμασταν περί τα 1500 άτομα. 1200 κάτω στην αρένα και γύρω στα 300 στον
εξώστη.
Οι πυροβολισμοί συνεχίζουν να πέφτουν
ακατάπαυστα. Δεν θυμάμαι πόση ώρα. Ο χρόνος εξάλλου έχει παγώσει. Το ίδιο κι
εμείς. Τα άκρα μου έχουν μουδιάσει, το στήθος μου βαραίνει, η ανάσα μου έχει
κοπεί. Παριστάνεις τον νεκρό αλλά ακόμη δεν είσαι. Ξαφνικά οι πυροβολισμοί
σταματούν. Αναπνέουμε και πάλι. Μπαρούτι και αίμα. Αυτά αναπνέουμε. Οι μυρωδιές
έχουν κατακλύσει ανυπόφορα το χώρο. Από την άλλη, η νεκρική σιγή που είχε προς
στιγμήν απλωθεί παντού, διακόπτεται κάπως βίαια από ένα «κλικ». Και αμέσως μετά
κι άλλο, κι άλλο. Δεν ήθελε πολύ μυαλό για να καταλάβουμε τι είχε συμβεί.
Ξαναγέμιζαν τα όπλα. Ήταν ό,τι χειρότερο είχα ακούσει στη ζωή μου. Άκουγα τον
ήχο του θανάτου μέσα από ένα «κλικ». Έκλεισα ενστικτωδώς τα μάτια και έκανα το
σταυρό μου. Οι πυροβολισμοί ξαναρχίζουν. Μας γαζώνουν. Το σώμα σφίγγεται και
αναρωτιέται αν θα δεχθεί την επόμενη σφαίρα. Ευτυχώς είμαι ακόμη σώος. Όλα τελειώνουν
σε λίγα δευτερόλεπτα. Οι δεσμίδες από τα καλάσνικοφ αδειάζουν για άλλη μια
φορά. Το «κλικ» του θανάτου ηχεί ξανά
Ένα υπέροχο βιβλίο,τέλεια ιστορία που σε κρατάει καθηλωμένο έως το τέλος
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά την "Κατάθεση", ένα στιβαρόντεμπούτο από τον Π. Μαργώνη, το "Ντεφιλέ" έρχεται να αποδείξει ότι ο συγγραφέας αυτός έχει να προσφέρει πολλά στο μέλλον!
ΑπάντησηΔιαγραφή