Αχέροντας, 1943: Η δεκαεπτάχρονη έγκυος Ευρυδίκη
Αγγελή, ερωμένη του Γερμανού αξιωματικού Βολφ Μάισνερ, ρίχνεται από έναν γκρεμό
στα νερά του Αχέροντα, για να γλιτώσει από τους οργισμένους συγχωριανούς της
που την καταδιώκουν.
Αχέροντας, σήμερα: «Είναι η Ευρυδίκη Αγγελή!» φώναξε
έντρομος ο γέροντας αντικρίζοντας το κορίτσι που κειτόταν αναίσθητο μέσα στη
βάρκα. «Η Ευρυδίκη, που σκοτώθηκε το 1943… Ο Αχέροντας την έφερε πίσω στους
ζωντανούς!»
Αυτή η παράλογη διαπίστωση θα ανατρέψει τα σχέδια του
Μάνου Βαρσάμη και της Έλσας Γληνού για μια ξέγνοιαστη εκδρομή στην Πρέβεζα και
θα τους φέρει αντιμέτωπους με έναν δολοφόνο που σκορπά τον τρόμο στους
κατοίκους της Παραμυθιάς. Ένα κορίτσι που επιμένει πως είναι η Ευρυδίκη, η
ερωμένη του Μάισνερ την περίοδο της Κατοχής… Μια στυγερή δολοφονία που
διαπράττεται με ξιφολόγχη από γερμανικό όπλο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου… Η
Μαριάνθη, η υπέργηρη αδελφή της Ευρυδίκης, που μπαίνει κι αυτή στο στόχαστρο
του δολοφόνου… Μυστικά και λάθη του παρελθόντος, που ρίχνουν βαριά τη σκιά τους
στο παρόν… Όσοι αδικήθηκαν ζητούν εκδίκηση…
Με φόντο τη μυστηριακή ατμόσφαιρα του Αχέροντα, ο
Μάνος και η Έλσα κυνηγούν έναν άγνωστο δολοφόνο, που παίζει μαζί τους ένα
θανάσιμο παιχνίδι στο οποίο είναι αποφασισμένος να νικήσει. Και για να τα
καταφέρει, δεν θα διστάσει να κλέψει την Ευρυδίκη από τον Άδη και να την
ξαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών…
««Δηλαδή, με τίποτα δεν μπορώ να σε πείσω να βουτήξεις
στον
Αχέροντα;»
Ο Μάνος Βαρσάμης σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του και,
αντί γι’ απάντηση, κεραυνοβόλησε με το βλέμμα τη συνεργάτιδά του Έλσα Γληνού.
«Όλοι λένε ότι είναι πολύ αναζωογονητικό το νερό»
επέμεινε η γυναίκα. «Θα δεις. Θα πάμε στη Γλυκή, εκεί όπου τα νερά είναι ρηχά.
Υπάρχει πολύς κόσμος που κάνει μπάνιο στο ποτάμι. Και όλοι συμφωνούν ότι είναι
μοναδική εμπειρία».
«Ναι, ναι, όντως μοναδική» σχολίασε ο Μάνος. «Μοναδική
και… τελευταία!» Η Έλσα επιχείρησε να τον αντικρούσει, αλλά εκείνος την
πρόλαβε. «Άκου… αν θέλω να πάω από έμφραγμα, μπορώ να βρω χιλιάδες άλλους
τρόπους» της είπε βγάζοντας ταυτόχρονα την ασημένια του ταμπακιέρα από την τσέπη
του σακακιού του και παίρνοντας από μέσα ένα τσιγάρο.
«Όπως το κάπνισμα, να υποθέσω» σχολίασε η Έλσα
κουνώντας επικριτικά το κεφάλι της.
«Ενώ η βουτιά στον Αχέροντα, στην ηλικία που
βρίσκομαι, είναι πιο ασφαλής, ε;» της αντιγύρισε την ειρωνεία ο Βαρσάμης.
«Μήπως να φωνάξουμε απευθείας τον Χάροντα, να έρθει με τη βάρκα του για να με
μεταφέρει απέναντι;» Έχωσε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του και
καμώθηκε πως ψάχνει. «Στάσου να δω αν έχω ψιλά… α, κάτι βρήκα» είπε κι έκανε
ένα νεύμα στον αέρα, σαν να είχε κάποιον απέναντί του.
«Έτοιμος είμαι, κύριε Χάροντα, ελάτε. Να, εδώ έχω και
τα ναύλα για το πέρασμα. Όχι, καλέ! Γιατί να βουτήξω στα νερά σας;
Υπάρχει και πιο εύκολος τρόπος να μεταφερθώ στο
βασίλειό σας. Πιο εύκολος και…» –στο σημείο αυτό έκανε μια παύση και κοίταξε τη
συνεργάτιδά του υψώνοντας το φρύδι του–«…και πολύ πιο ανώδυνος» συμπλήρωσε.
«Χωρίς ανακοπές και παρόμοιες δυσάρεστες εμπειρίες. Ορίστε!» είπε στον αόρατο
συνομιλητή του κουδουνίζοντας τα ψιλά που είχε κλείσει στην παλάμη του. «Ελπίζω
να φτάνουν». Στράφηκε ξανά προς τη Γληνού και κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι
του. «Άσε μας, χριστιανή μου!» μουρμούρισε. «Με σκέφτεσαι να πέφτω στο ποτάμι;
Μία που θα βουτήξω και μία που θα μείνω στον τόπο». Έκανε τον σταυρό του.
«Αιωνία αυτού η μνήμη…» σιγοέψαλε. «Καλός ήταν ο κακομοίρης. Αλλά… τον έφαγε η
συνεργάτιδά του με τις παλαβωμάρες της!»
Η ψυχολόγος έβαλε τα γέλια. Δεν την ενοχλούσε η
γκρίνια του Βαρσάμη· τόσα χρόνια την είχε συνηθίσει. Ήξερε πως ο φίλος και
συνεργάτης της, το πρώην λαγωνικό της αστυνομίας, τέως προϊστάμενος του
Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και νυν ιδιωτικός ερευνητής, ήταν λιγάκι
γκρινιάρης –ή παραπονιάρης, όπως προτιμούσε να αυτοχαρακτηρίζεται εκείνος– αλλά
είχε καρδιά μάλαμα. Την ίδια την αγαπούσε πολύ, την είχε σαν κόρη του και
σπάνια της χαλούσε χατίρι. Ασφαλώς η Έλσα δεν σοβαρολογούσε όταν του πρότεινε
να πάνε για μπάνιο στον Αχέροντα. Άλλωστε, ούτε εκείνη σκόπευε να κολυμπήσει
στα παγωμένα νερά του ποταμού. Ήθελε απλώς να τον πειράξει, να προκαλέσει την
αντίδρασή του – αντίδραση μικρού παιδιού, όπως πάντα. Γιατί αυτό ήταν ο Μάνος,
παρά την ηλικία του: ένα παιδί.»
Πριν λίγες εβδομάδες, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις
Μίνωας, το νέο, συναρπαστικό, ψυχολογικό θρίλερ της αγαπημένης συγγραφέως του
αναγνωστικού κοινού Ελευθερίας Μεταξά με τίτλο «Το στοιχειό του Αχέροντα». Έχω την
τιμή και τη χαρά να τη γνωρίζω προσωπικά και αν υπάρχουν κάποιοι λόγοι που την
εκτιμώ βαθύτατα και ως άνθρωπο αλλά και ως συγγραφέα είναι η ξεχωριστή προσωπικότητά
της και τα απίστευτα πρωτότυπα βιβλία της τα οποία ειλικρινά το ένα είναι
καλύτερο από το άλλο! Έχει μια δική της μυστική συνταγή που καταφέρνει πάντα να
κερδίσει τον αναγνώστη.
«Το στοιχειό του Αχέροντα» διαβάζεται με κομμένη την
ανάσα. Ανήκει στη σπάνια κατηγορία των βιβλίων που δυσκολεύεσαι πολύ να τα
αφήσεις από τα χέρια σου. Είναι ένα τόσο καλογραμμένο και καλοδουλεμένο βιβλίο που
λες «ναι! Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί παρόλο τον όγκο του».
Σε αυτό το βιβλίο συμβαίνει το εξής: Όταν το τελειώνεις
θέλεις λίγο ακόμα. Είναι γεμάτο ανατροπές, μυστήριο και άφθονο σασπένς. Αυτό που
το κάνει να ξεχωρίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του είναι το πόσο εύκολα σε
βάζει μέσα στο κλίμα και περιμένεις εναγωνίως να μάθεις τη συνέχεια.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι και αυτό το βιβλίο της κυρίας
Μεταξά επιβάλλεται να γίνει κινηματογραφική ταινία (εύχομαι ολόψυχα κάποιος
παραγωγός να διαβάσει αυτό το κείμενο). Οι πρωταγωνιστές πάντα αγαπημένοι. Η ιστορία
δεν μπάζει από πουθενά νερά και το βιβλίο στο σύνολό του είναι απίστευτα
προκλητικό. Σε πιάνει στον ύπνο. Δεν θα το βαρεθείς με τίποτα. Στο λέω
εγγυημένα!
Δεν κάνει πουθενά κοιλιά. Δεν κουράζει τον αναγνώστη. Δεν
υπάρχουν επαναλήψεις. Δεν πλατειάζει και ειλικρινά δεν υπάρχει ούτε μια περιττή
λέξη. Τόσο καλό που - πίστεψέ με - δεν θα σπαταλήσεις το χρόνο σου.
Διάβασέ το! Το προτείνω ανεπιφύλακτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου