Μια φορά κι έναν πολύ βροχερό
καιρό ήταν η Δευτέρα. Η συγκεκριμένη Δευτέρα δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Είχε
και όνομα και ιδιότητα. Την λέγανε «Καθαρή Δευτέρα». Είχε την τιμητική της
επειδή σηματοδοτούσε το τέλος της Αποκριάς και την αρχή της Σαρακοστής.
Τη Σαρακοστή οι άνθρωποι κάνουν
νηστεία και ετοιμάζονται για το Πάσχα. Ξεκινούν τη νηστεία τη Καθαρή Δευτέρα
πετώντας χαρταετούς στον ουρανό, πίνοντας κρασί, χορεύοντας και τρώγοντας τα
διάσημα «Σαρακοστιανά». Γαρίδες, χταποδάκια, καλαμάρια, μύδια, φασόλια, ελιές,
κρεμμύδια αλλά και τουρσί και ταραμοσαλάτα.
Όλα αυτά βέβαια με τη
συνοδεία ζεστής Λαγάνας που τη φτιάχνουν στο φούρνο. Εκείνο το πρωί, της
Καθαρής Δευτέρας, έβρεχε πάρα πολύ. Δεν έφταιγε η Δευτέρα
αλλά ο Μάρτης, ο πιο αναποφάσιστος μήνας του χρόνου, που δεν ξέρει τι του
γίνεται.
Ο μπαμπάς φόρεσε ένα αδιάβροχο
και πήγε στο φούρνο για να αγοράσει Λαγάνα. Ξέχασε όμως να πάρει μαζί του
ομπρέλα και όταν έφτασε στο φούρνο οι σακούλες λόγω της ημέρας είχανε
τελειώσει. Ο μπαμπάς δεν γινόταν να επιστρέψει σπίτι χωρίς Λαγάνα γιατί το
απαιτούσε η παράδοση.
Έτσι, μόλις έφτασε σπίτι, η κακομοίρα
η Λαγάνα είχε γίνει μούσκεμα. Όλα τα άλλα Σαρακοστιανά προσπαθούσαν να την
παρηγορήσουν γιατί ήταν στεναχωρημένη και έκλαιγε.
Μόλις πλησίασε η ώρα του
φαγητού της είπε η ταραμοσαλάτα: - Δεν υπάρχει λόγος να κλαίς. Σε λίγο θα
αρχίσουν να τρώνε και όλοι μας θα καταλήξουμε στα στομάχια τους. Αυτή είναι η
μοίρα μας! Τότε η Λαγάνα σταμάτησε να κλαίει, σκούπισε τα δάκρυά της και
χαμογέλασε.
Το ίδιο βροχερό βράδυ
της ίδιας Καθαρής Δευτέρας η
ταραμοσαλάτα, που πια δεν υπήρχε, αποδείχτηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο. Όλα μα
όλα τα νηστίσιμα και διάσημα σαρακοστιανά είχαν καταλήξει στα στομάχια των
ανθρώπων.
Και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί
καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου