Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΚΑΠΟΥ, ΚΑΠΩΣ, ΚΑΠΟΤΕ… part 1




Μία φορά -  δεν θυμάμαι να υπήρξε δεύτερη - και έναν καιρό… άκου: «έναν καιρό;». Υπήρχε δηλαδή καμιά περίπτωση οι καιροί να είναι ταυτόχρονα δυο; Ο «Χιονούλης» και ο «Βροχούλης»; Ας πούμε; Το αναμενόμενο δηλαδή. Τι έλεγα; Α! ναι!

Μια φορά και έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, σε ένα τόσο δα μικρό και όμορφο χωριουδάκι, χιλιόμετρα μακριά από εδώ, μετά απ’ τα διόδια στα δυο στενά και λίγο πριν το γεφύρι, δίπλα από τον κάμπο, πάνω στο βουνό ζούσε ένα ωραίο Ελληνόπουλο. Ένα ψηλό καστανόξανθο αγόρι με καταγάλανα μάτια, σαν της θάλασσας το χρώμα και απαλή επιδερμίδα, δεν έβγαινε και πολύ στον ήλιο για να μην τη χαλάσει. Όσο για τους δικέφαλους και τους κοιλιακούς σκακιέρα αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο - ο καθένας μπορεί να βάλει με τη φαντασία του ότι θέλει κι ότι ποθεί η καρδούλα του.

Τότε λοιπόν, σ’ εκείνο το χωριό, εκείνα τα χρόνια τα παλιά, ζούσε αυτό το αγόρι πολύ ευτυχισμένο κάνοντας πολύ απλά και καθημερινά πράγματα. Κάθε πρωί βούρτσιζε τα δόντια του, έβαζε νερό με σόδα, έριχνε με τις φούχτες του παγωμένο νερό στο πρόσωπό του να ξυπνήσει και φορούσε το ταλαιπωρημένο του παντελόνι και το λευκό του πουκάμισο, και πήγαινε στο μαντρί και τράβαγε με δύναμη κι όλο ομορφιά και χάρη τα βυζιά της Μέλπως, (Μέλπω λένε την κατσίκα). Της τράβαγε τα βυζιά, λοιπόν, για να πιεί το πρώτο γάλα της ημέρας.

Ο ήλιος σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή του και τα πουλάκια τραγουδούσαν ευτυχισμένα. Στη συνέχεια πήγαινε στο κοτέτσι να μαζέψει τα αυγά από τις κοτούλες, τυχερές οι κουφάλες είχανε έναν κόκορα τον Θύμιο, όλες τις βόλευε μια χαρά, μια προς μια, καμιάν να μην αφήσει παραπονεμένη, και μια μέρα βροχερή τέζα παρ’ τον κάτω τον Θύμιο από υπερκόπωση, πήρανε άλλο Θύμιο μετά, τους κόστισε λίγο ακριβά αλλά στις πέντε κάθε πρωί λαλούσε και σήκωνε στο πόδι όλο το χωριό.
Το Ελληνόπουλο τον σιχτίριζε αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι γονείς του, η μάνα του δηλαδή, ο πατέρας έφυγε για τον άλλο κόσμο νωρίς, δεν τον στείλανε στο σχολείο για να μάθει γράμματα του Θεού τα πράγματα, τον θέλανε, βοσκό – τσέλικα – το ίδιο κάνει. Ο άλλος Θύμιος, ο κόκορας να μη ξεχνιόμαστε αποδείχτηκε πολύ σκληροπυρινικός με μεγάλες αντοχές. Όλο το χωριό είχε να το λέει.  Τις βόλευε τις κότες και μια, και δυο και τρείς φορές τη μέρα. Παραγωγή τα αυγά.

Έφτιαχνε το αγόρι ομελέτες με μπέικον και πιπεριές, μοίραζε και στη γειτονιά. Μετά το αγόρι έφτιαχνε διπλό φραπόγαλο και έβγαζε τα πρόβατα να βοσκίσουν. Έπαιζε τη φλογέρα του με μεγάλη ευχαρίστηση! Καθόταν κάτω απ’ την ελιά που είχε δροσούλα κι ευτυχισμένος έπαιζε τη φλογέρα του όπως προείπα και τα πρόβατα ευτυχισμένα κι αυτά βοσκούσαν στο λιβάδι και τρώγανε φρέσκο χορταράκι, όλα μαζί, σαν τα πρόβατα που λένε. Τι όμορφη ζωή πόσο πολύ ζηλεύω δεν φαντάζεστε!
Μια μέρα καυτή σαν τη λάβα και ηλιόλουστη, αρχές Καλοκαιριού ήτανε θαρρώ, βλέπει στη βρύση μια κοπελιά. Άγνωστη του φάνηκε στ’ αλήθεια, ποια να’ ναι τούτη; Είπε στα πρόβατα το αγόρι αλλά απάντηση δεν πήρε. Αίφνης αισθάνθηκε κάτι να φουσκώνει στο βρακάκι του και όταν εκείνη τά χα μου τα χα μου έσκυψε να βάλει το σταμνί κάτω απ’ τη βρύση αισθάνθηκε μια υγρασία. Το προσωπάκι του έλαμψε! Χαμογελούσε κι έλαμπε ο κόσμος όλος. Τα σάλια του τρέχανε, δεν είχε και πολλές εμπειρίες στο ενεργητικό του. Σταμάτησε να παίζει τη φλογέρα και με απαλά βήματα πλησίασε στη βρύση.

-          Καλημέρα της είπε της όμορφης, τρομάζει αυτή, της πέφτει η στάμνα απ’ τα χέρια, χίλια κομμάτια έγινε, - Καλημέρα του απαντάει, τι κάνεις Γιάννη, κουκιά σπέρνω, μα δεν με λένε Γιάννη της απαντάει αυτός, δεν έχει καμιά σημασία του απαντάει αυτή κι αρχίζει να τρέχει. Τι να έκανε το παλικάρι που δεν το λένε Γιάννη άρχισε να τη κυνηγάει στα κατσάβραχα.

Τρέχανε, πάει και το σταμνί, πάει κι η φλογέρα, μόνα τους τα πρόβατα, λαχάνιασε αυτή, παραπατάει ζαλισμένη παρ’ τη κάτω. Ανυπόμονο το αγόρι πέφτει από πάνω της και την αρχίζει στα φιλιά. Που σε πονεί και που σε σφάζει, αυτή και καλά δεν ήθελε, του έκανε τη δύσκολη, έβαλε όλη της τη δύναμη να τον σπρώξει κι όσο αυτή τον έσπρωχνε τόσο το εκείνος την ποθούσε.


Είχε πεισμώσει, ήθελε να την κάνει δική του, - Εγώ θα σε πάρω, της έλεγε, - Θα με πάρεις; Εδώ επί τόπου; Θα μας δούνε Γιάννη μου! Του λέει. Μέθυσε από τα καυτά φιλιά το κορίτσι, ντιπ, αλλού το μυαλό της, άλλο κατάλαβε, -Δεν έχω κάνει χαλάουα, του λέει, φτηνή δικαιολογία αλλά πάντα πιάνει, - Δεν πειράζει, της απαντάει, πειράζει όμως εμένα Γιάννη’μ του λέει αυτή, - Μα δεν με λένε Γιάννη, φτου ξανα μανα, και τότε της αποκαλύπτει ότι είναι το λεβεντόπαιδο ο Κίτσος, κι ότι η μάνα του είναι πιο διάσημη από αυτόν, κι ότι έχει προίκα μεγάλη, και ζώα και κτήματα και κινητά και ακίνητα και να πάει για σπα γιατί το βράδυ θα ερχόταν με τη μάνα του να της ζητήσει το χέρι, το κορίτσι δεν κατάλαβε για ακόμη μια φορά και του είπε - Μα Κίτσο’μ – επιτέλους το πέτυχε -  Δεν μπορώ να σου δώσω το χέρι μου και να μείνω με ένα, πως θα βάζω σκάφη; Πως θα σιδερώνω; Πως θα ντύνομαι; Πως θα γδύνομαι; - Εγώ θα σε γδύνω πατ κιούτ μη σε τρομάζει αυτό ζαργάνα μου, η κοπελιά που να’ ξερε ότι η ζαργάνα είναι ψάρι του δίνει ένα μπάτσο και του μαυρίζει το μάτι.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΕΥΗ ΔΟΥΡΓΟΥΤΗ

  Και να που φτάσαμε και πάλι στο τέλος του χρόνου, στην πιο αγαπημένη κι αστραφτερή περίοδό του, στα Χριστούγεννα! Με φόντο τα πολύχρωμα λα...

Δημοφιλείς αναρτήσεις