Στο οπισθόφυλλο γράφει…
Στην Σμύρνη του 1922, δυο μικρές αδερφές, η Μελιτίνη
και η Ανθή, ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Η μια καταφεύγει σε ένα ιαπωνικό εμπορικό πλοίο που
πέταξε στα βρόμικα νερά του λιμανιού της
Σμύρνης το πολύτιμο εμπόρευμά του,
μετάξια και δαντέλες, για να διασώσει Χριστιανούς που κινδύνευαν, Έλληνες και
Αρμένιους. Η άλλη, ακολουθεί τη μοίρα
των παιδιών του Ορφανοτροφείου Σμύρνης
και καταλήγει στο πορνείο των Βούρλων της Δραπετσώνας. Προηγουμένως, το 1915,
αμέτρητοι Αρμένιοι είχαν σφαγιαστεί και
εκτοπιστεί σε πορείες θανάτου.
Εκατό χρόνια αργότερα, οι απόγονοί τους αναζητούν τα
ίχνη της μεγαλύτερης γενοκτονίας του
εικοστού αιώνα. Ιστορικά πρόσωπα της
εποχής, ο στρατηγός Πλαστήρας, ο αρμοστής
Στεργιάδης, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, συνδιαλέγονται με τους ήρωες της μυθοπλασίας που ζουν την
τραγωδία του τέλους της ελληνικής
Σμύρνης. Μια φωτογραφία όμως, που
βρέθηκε πολλά χρόνια μετά, αποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι…
Μικρό απόσπασμα από το βιβλίο…
«Η Βερόν, πρώτη εξαδέλφη του Αράμ, αποτελούσε αυτό που
θα λέγαμε ντροπή της οικογένειας, μια ντροπή όμως που όλοι κρατούσαν φυλαγμένη
στην πιο ακριβή θέση της καρδιάς τους. Το 1915 όταν η οικογένεια Καρντασιάν
έφτασε πετσοκομμένη στη Θεσσαλονίκη, η Βερόν ήταν δεκαεφτά χρονών και τριών
μηνών έγκυος. Δε μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια την εγκυμοσύνη της, πόσο
μάλλον να κατονομάσει τον πατέρα. Πάνω από το κορμάκι της είχαν περάσει πολλοί
Τούρκοι, όλοι βρόμικοι και βάναυσοι. Θυμάται, τόσα χρόνια ακόμη μετά, το χνώτο
τους, τη γυαλάδα των ματιών τους. Θυμάται τη ζωώδη ανακούφιση που έδειχναν όταν
η πράξη αυτή τελείωνε, θυμάται ότι κάποιοι την πετούσαν μακριά όπως ένα άχρηστο
ρούχο, θυμάται ότι κάποιοι άλλοι την αναζητούσαν ξανά και ξανά. Θυμάται εκείνον
τον Τούρκο στο Χαλέπι, στεγνό και μίζερο, με ένα μοχθηρό γελάκι, που είχε
πλευρίσει την Αζνίβ και της είχε φορτωθεί, ψάχνοντας με πείσμα θανατηφόρο το
αρμένικο χρυσάφι.
Στην αρχή η Βερόν αντιστεκόταν σαν το λυκάκι που πάνε
να το ξετρυπώσουν από τη φωλιά οι κυνηγοί που σκοτώσανε τη μητέρα του. Έπειτα
συμβιβάστηκε· η απέχθεια για τους Τούρκους ρίζωσε όμως μέσα της για τα καλά κι
έγινε ανίκητη σαν ένα παλιό, παμπάλαιο μυστήριο. Τα κατοπινά χρόνια όλο αυτό
της Βερόν Καρντασιάν τής βγήκε άσχημα, σε μια συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη, με
χίλια δολερά καμώματα…»
Λίγα λόγια από μένα…
Είναι ένα από εκείνα τα σπάνια βιβλία που κυκλοφορούν
και που καθώς τελειώνει η ανάγνωσή τους δάκρυα μου έρχονται στα μάτια.
Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα, άρτια δομημένο, που κατά την
ταπεινή μου γνώμη δεν πρέπει να λείπει από καμιά βιβλιοθήκη. Ένα έργο τέχνης το
οποίο πολύ θα ήθελα να το δω να μεταφέρεται στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη.
Η συγγραφέας με την έμπειρη πένα της, κεντάει με
μεγάλη μαεστρία και καταφέρνει να κερδίσει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας
σελίδες. Το βιβλίο είναι τόσο καλογραμμένο και καλοδουλεμένο που δεν σε αφήνει
να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Η ιστορία καθώς επίσης και τα γεγονότα που
διαπραγματεύεται είναι τόσο δυνατά που γίνεσαι μάρτυρας χωρίς να το θέλεις. Αδημονείς
να μάθεις τι θα γίνει στο επόμενο κεφάλαιο, στην επόμενη σελίδα. Τόσο ενδιαφέρον
είναι και τόσο πρωτότυπο. Σε καμία των περιπτώσεων δεν σου θυμίζει κάποιο άλλο
βιβλίο.
Δεν υπάρχουν βαρετές επαναλήψεις, δεν κάνει πουθενά
κοιλιά και φυσικά δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο και χιλιοειπωμένο θέμα. Οι ήρωες
και οι ηρωίδες είναι αξιοθαύμαστοι και οι διάλογοι ολοζώντανοι. Κάνουν το
βιβλίο ακόμα καλύτερο.
Είναι μια κατηγορία από μόνο του. Αξίζει την προσοχή σας.
Διαβάστε το. Το προτείνω ανεπιφύλακτα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου