Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Τρεχάτε ποδαράκια μου…

Αλήθεια, πως ξεκίνησα; Όπως ξεκινάνε όλοι φυσικά! Ή σχεδόν όλοι. Αρχικά – πριν πολλά πολλά χρόνια – πουλούσα μαϊντανό. Η μαμά μου η καλή ήτο μανάβισσα σπουδαία! Όλες οι πελάτισσες την αγαπούσαν και από αλλού δεν ψώνιζαν τα ζαρζαβατικά της εβδομάδας. Ξυπνούσε στις 4:00 τα χαράματα η μαμά (Φρόσω τη λένε), πήγαινε στην τεράστια αγορά του Ρέντη, ψώνιζε λαχανικά και χόρτα και πήγαινε για το μεροκάματο. Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια αυτό έκανε και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό!
Τα καλοκαίρια που δεν είχα σχολείο με έπαιρνε μαζί της και δίπλα από τον πάγκο της έβαζε τρία καφάσια και πάνω ματσάκια μαϊντανό και άνηθο. Φώναζα σαν τον ντελάλη για να ξεπουλήσω την πραμάτεια μου. Αυτό ήταν και το πρώτο μου χαρτζιλίκι. Λίγο αργότερα, στη λαϊκή της Τρίτης στον Καρέα, είχα το καφενείο. Εκεί ήτανε κλιμάκιο, υπήρχαν λίγοι πάγκοι και η Καντίνα δεν ερχόταν.
Χρήμα με ουρά! Πήγαινα το πρωί από πάγκο σε πάγκο, μάζευα τις παραγγελίες από τους άλλους μανάβηδες, η μανούλα έφτιαχνε τους καφέδες κι εγώ τους πήγαινα. Ήμουνα τόσο ευτυχισμένος που επιτέλους σε κάτι ήμουν χρήσιμος! Έλεγα πως όταν θα μεγάλωνα θα άνοιγα ένα αληθινό καφενείο όπου θα έρχονταν οι γείτονες να απολαύσουν τον καφέ τους.
Μετά μαύρη μαυρίλα πλάκωσε. Αυτό που βρήκα να κάνω στην εφηβεία μου, δεν ήταν δουλειά, κατάρα ήταν που με ακολουθούσε!  Έγινα πωλητής κεριών. Ναι, από αυτά που βάζουνε στις τούρτες γενεθλίων και κάθε χρόνο αυξάνονται κι εμείς τα σβήνουμε κάνοντας μια ευχή που ποτέ δεν βγαίνει; Τέτοια κεράκια αλλά πολύ πιο εξελιγμένα. Καινοτομία στα 90’s. Όταν τα άναβες παίζανε το Happy Birthday to you. Της κολλητής μου της Σοφίας ο μπαμπάς (Γιώργο τον λένε), δούλευε σε μια μεγάλη εταιρία κάπου στα Βόρια Προάστια. Ποτέ δεν κατάλαβα τι εταιρία ήταν αυτή. Εκείνος  μου έδινε τα κεράκια που παίζανε μουσική κι εγώ πήγαινα πόρτα πόρτα στα βιβλιοπωλεία, στα ζαχαροπλαστεία στα μαγαζιά γενικότερα και αν η τύχη μου χαμογελούσε και πουλούσα κάποια θα έπαιρνα το ποσοστό μου. Σκέτη αποτυχία ήμουνα! Άντε να πούλησα πέντε συνολικά, παραπάνω με τίποτα.
Και ο καιρός περνούσε, και οι δουλειές αλλάζανε όπως τα βρακάκια μου μέχρι εκείνη την ευλογημένη μέρα που έπιασα δίσκο. Όχι χρυσό, ούτε πλατινένιο. Ποτέ δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Με τη φωνή;
Ο δίσκος, λοιπόν, με έζησε και του οφείλω πολλά! Καφετέριες σε Κολωνάκι, Εξάρχεια και Γκάζι, ταβέρνες με θαλασσινά στη Φρεατίδα, ταβέρνες με κρέατα στου Ψυρρή, ψησταριές στη Νίκαια (εκεί μεγάλωσα), εστιατόρια του κέντρου που είναι χάλια ονόματα δεν λέμε, εστιατόρια πολύ κυριλέ με καλά χρήματα αλλά ξινούς πελάτες, μπαρ με Ελληνικά και μπαρ με ξένα. Ξενοδοχεία: Fresh, Cape Sounio, Μεγάλη Βρετανία (εκεί ξυριζόμουν κάθε πρωί και σερβίραμε μόνο με λευκά γάντια). Ξενυχτάδικα της προκοπής και ξενυχτάδικα που έβγαινε ο ήλιος μέχρι να φύγουν οι θαμώνες κι εγώ κοιμόμουνα πάνω στη μπάρα. Και να κάτι σακούλες σαν του ΑΒ κάτω από τα μάτια. Μέχρι και σε μπαρ από πάγο δούλεψα! Ήμουν ο πρώτος ice barman στην Ελλάδα. Ήρθανε και οι κάμερες και μετά από δυο χρόνια η πνευμονία.
Και να τρέχω χιλιόμετρα με τα ποδαράκια μου να τρέχουνε κι αυτά αλλά να μη με φτάνουν και τώρα στα 35 να παραπονιούνται ότι δεν τα πρόσεχα. Να τρέχει κι ο χρόνος μαζί και δεν κατάλαβα για πότε μεγάλωσα. Δεν άνοιξα δικό μου καφενείο. Δεν έγινα μανάβης όπως η μανούλα μου. Έγινα όμως ένας επιτυχημένος σερβιτόρος και μετά ηθοποιός δηλαδή πάλι σερβιτόρος. Και η αλήθεια είναι ότι έβγαλα χρήματα πολλά αλλά τα έφαγα όλα! Γι’ αυτό είμαι καλά και για πολλά ακόμα. Κι ας μην αλλάζω πια δουλειές, δεν με πειράζει, γιατί μου αρέσει να γράφω. Αυτό, είναι το πιο σημαντικό στη ζωή μου και δεν είναι δουλειά, ψυχοθεραπεία είναι.-

 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου