Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Ποίημα



Ω! Όχι, ξημέρωσε η μαύρη μέρα
και νόμιζα πως ήτανε ακόμα νύχτα
γύρισα πλευρό και ξανακοιμήθηκα
άνοιξα το παράθυρό μου
ο μέγας ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ τα μαύρα σύννεφα
που σκεπάζουν τον αττικό ουρανό
και ακούω τη βροχή να χτυπάει με μίσος τους δρόμους
Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ
γιατί η πόλη βρωμάει
κυριολεκτικά και μεταφορικά
δεν ξέρω αν πρέπει να λυπηθώ
που το καλοκαίρι έφυγε
μαζί και το μαύρο μου χρώμα
μπήκε το φθινόπωρο
βγήκε η καταιγίδα να μας καλημερίσει
ποια καλημέρα δηλαδή
μαύρη σαν χήρα που κλαίει για τον χαμό του άντρα της
ξέχασα τι ήθελα να γράψω
Ω ναι! Βρέχει δυνατά
και πήγα μέχρι το σούπερ μάρκετ
να πάρω πορτοκάλια
και οι οδηγοί γεμάτοι ευγένεια να τρέχουν
και να μου πετάν λασπόνερα στη μούρη
τι καλοί που είναι οι Έλληνες
και σε χρόνο μηδέν
από άντρας δυο μέτρα
έγινα πάπια πλουμιστή
έχω και τη μεγάλη μύτη να καμαρώνω
γιατί μητέρα μου το’ κανες αυτό
από την πόλη έρχομαι και στην κορφή πηγαίνω!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου