Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Του Κίτσου η Μάνα (μέρος 2)

Η Βάλια (original celebrity) μόλις είδε την ιστορία στο blog μου με βρήκε στο facebook και μου έστειλε στο inbox μια φωτογραφία ενός – έχω όλο το πακέτο - σαραντάρη και δίπλα έγραφε το εξής: Το πραγματικό του όνομα είναι Κίτσος Καρακίτσος, ζει την τελευταία πενταετία στο κέντρο των Σερρών, καθόμασταν στο ίδιο θρανίο για πολλά χρόνια μέχρι που μου πήρε την παρθενιά. Μετά εξαφανίστηκε όπως κάνουν όλα τα αρσενικά. 

Χωρίς δεύτερη σκέψη μαζεύω σε μια τσάντα τα απολύτως απαραίτητα και την κάνω για τα Κτελ. Βγάζω εισιτήριο για τις Σέρρες και περιμένω σαν καλό παιδί την ανακοίνωση για την αναχώρηση του πούλμαν. Μακρύ το ταξίδι αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Στο μυαλό μου υπήρχε μόνο η βιογραφία του Κίτσου (δηλαδή το best seller μου). Καθώς έπινα τον φραπέ  προσπαθούσα να θυμηθώ τη χρονιά που πήγαμε με τους γονείς μου σ’ εκείνο το γάμο στις Σέρρες όπου στο γυρισμό οι συμπεθέρες πιαστήκανε μαλλί με μαλλί κι εγώ είχα πέσει με τα μούτρα στο κουτί με τους ακανέδες. Καμιά δεκαριά να ήμουν το πολύ.

Μέρα μπήκα στο πούλμαν νύχτα φτάσαμε στον προορισμό μας. Η κούραση κυβερνούσε όλο μου το κορμί. Στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκα μπροστά μου έκλεισα δωμάτιο και ξάπλωσα ανήμπορος να βγάλω τα ρούχα μου. Το επόμενο πρωί  κατέβηκα στη σάλα για να πάρω το πρωινό μου. Ο ξενοδοχοϋπάλληλος με πέρασε από ανάκριση. Ποιος είμαι, από πού έρχομαι και τι με έφερε στις Σέρρες. Λίγο πριν ξεκινήσω για τη μεγάλη μέρα τον ρώτησα αν γνωρίζει τη περιβόητη μάνα του Κίτσου και που μπορώ να βρω τον γιό της. Πήρα τις πληροφορίες μου, του έδωσα πουρμπουάρ και εξαφανίστηκα.

Περπάτησα μέχρι τη κεντρική πλατεία και μπήκα σε ένα ταξί. Ο οδηγός ευτυχώς ήξερε το χωριό της μάνας του Κίτσου. Σε 15 λεπτά φτάνω στην καρδιά των γεγονότων. Όντως στο κέντρο της πλατείας υπάρχει ένα άγαλμα ύψους 2 μέτρων της μάνας του Κίτσου. Δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από την Αφροδίτη της Μήλου. Σταμάτησα στο περίπτερο δήθεν για να πάρω τσιγάρα και ο περιπτεράς με κατατόπισε. Πέρασα καμιά δεκαριά μονοκατοικίες και τότε βρέθηκα μπροστά στη μεγάλη αυλόπορτα. Έβαλα μια φωνή και δυο πελώρια ντόπερμαν άρχισαν να γαυγίζουν με λύσσα. Δεν πέρασε μισό λεπτό η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και μια καλοστεκούμενη γυναίκα έκανε την εμφάνισή της κρατώντας μια καραμπίνα…

…. συνεχίζεται     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου