Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

Κάπου Αλλού

Κάποια πράγματα στη ζωή μας…όχι, όχι. καλύτερα. Εκεί που όλα δείχνουν να κυλάνε φυσιολογικά, εκεί που είσαι απόλυτα σίγουρος ότι έχεις τα πάντα τακτοποιημένα, έρχεται μια στιγμή τόσο αλλόκοτη, που είναι αρκετή για σου φέρει τα πάνω κάτω. Χθες το πρωί μου συνέβη κάτι τόσο απίστευτο που μόνο μ’ εσένα μπορώ να το μοιραστώ αγαπητέ αναγνώστη. Τώρα αν σου έρθει να βάλεις τα γέλια βάλ’ τα, ούτως ή άλλως δεν μπορώ να σε δώ (ούτε εσύ εμένα φυσικά). Την ώρα που κοιμόμουν άρχισε να χτυπάει το κουδούνι. Δεν έδωσα και πολύ σημασία επειδή χουζούρευα κάτω απ’ τα ζεστά σκεπάσματα και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου μου ήταν αδύνατον να καταλάβω αν ο εκνευριστικός ήχος ήταν αληθινός ή απλώς κομπάρσος στο όνειρό μου. Γύρισα πλευρό όπως κάνουν όλοι οι λογικοί άνθρωποι αλλά αυτό δεν σταμάτησε να χτυπάει. Να μη στα πολυλογώ σηκώθηκα, φόρεσα μια φόρμα και άνοιξα τη πόρτα. Κοίταξα αριστερά, κοίταξα δεξιά αλλά κανείς στο οπτικό μου πεδίο. Καθώς έκλεινα τη πόρτα του σπιτιού πρόσεξα στο στρογγυλό χαλάκι της εισόδου ένα μεγάλο, λευκό φάκελο να μου κλείνει πονηρά το μάτι. Δεν έγραφε αποστολέα, ούτε παραλήπτη και φυσικά δεν είχε  κολλημένα γραμματόσημα. Τον πήρα στα χέρια μου κι έψαξα το άνοιγμα του. Το μυστήριο με τον συγκεκριμένο φάκελο είναι ότι δεν υπήρχε άνοιγμα. Έσυρα το κορμί μου μέχρι τη κουζίνα, άνοιξα το συρτάρι, πήρα το μαχαίρι κι έκοψα προσεκτικά το φάκελο. Μέσα είχε ένα διαβατήριο, ένα χάρτη κι ένα αεροπορικό εισιτήριο. Κι επειδή η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, πήρα ένα ταξί κι έφυγα για το αεροδρόμιο. Χωρίς βαλίτσες κι αποσκευές. Μπήκα στο αεροπλάνο και περίμενα γεμάτος αγωνία. Κάθισα και έδεσα τη ζώνη ασφαλείας. Μόλις το πελώριο σιδερένιο πουλί απογειώθηκε, άρχισε να κουνάει και να τραντάζεται βγάζοντας περίεργους ήχους. Έξω γινόταν κατακλυσμός. Αστραπές και βροντές είχανε το πρώτο ρόλο.  Κάτι δεν πάει καλά, είπα από μέσα μου κι άρχισα να προσεύχομαι στον μεγαλοδύναμο. Ξαφνικά το κινητό μου χτύπησε. Ήταν η μητέρα μου. Της είπα πως είμαι καλά, δεν έχω σήμα και θα τη πάρω εγώ μόλις μπορέσω. Και τότε το αεροπλάνο άρχισε να πέφτει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πανικός, ουρλιαχτά και μια τρελή αναστάτωση επικρατούσε εκείνη την ώρα. Άλλοι να κλαίνε, άλλοι να φοράνε τα σωσίβια, άλλοι να τρέχουν χωρίς να ξέρουν που να πάνε. Κανείς από τους επιβάτες δεν μπορούσε να διατηρήσει τη ψυχραιμία του εκτός από μένα που μονολογούσα: καλά να πάθω, καλά να πάθω, καλά να πάθω. Το αεροπλάνο σφηνώθηκε μέσα σ’ ένα θεοσκότεινο δάσος. Νομίζω δεν έζησε κανείς. Άνοιξα με δυσκολία τη πόρτα κινδύνου κι άρχισα να τρέχω. Δέντρα πυκνά και άγριοι θάμνοι δυσκόλευαν την ορατότητά μου. Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή λες και έσκασε ατομική βόμβα. Η αναπάντεχη καταιγίδα βοήθησε στο να μη πάρουν τα δέντρα φωτιά. Μετά από λίγη ώρα κουράστηκα να τρέχω και μπήκα σε μια μυστήρια ξύλινη καλύβα. Είχε παντού αναμμένα κεριά και στο πάτωμα στρωμένες φλοκάτες. Ο αέρας μύριζε σκόνη.  Στο τζάκι υπήρχε φωτιά πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος ήταν μέσα. –Είναι κανείς εδώ; Φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση. Φώναξα ξανά αλλά τίποτα. Άνοιξα το κινητό μου(που είχε γίνει κι αυτό μούσκεμα) αλλά το σήμα είχε εξαφανιστεί εντελώς. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν έφευγα τι θα αντιμετώπιζα; Έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα μου και τα πέταξα σε μία καρέκλα. Πήρα κάτι πουπουλένια παπλώματα και τα έστρωσα μπροστά απ’ το τζάκι. Πήγα μέχρι τη πόρτα και κοίταξα έξω στο χάος μήπως ερχόταν κανείς. Ησυχία κι ερημιά. Πίσσα σκοτάδι και απίστευτη υγρασία. Κλείδωσα τη πόρτα και χώθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να μετράω προβατάκια περιμένοντας σαν καλό παιδί τον ιδιοκτήτη της καλύβας. Καθώς περίμενα διάφορες εικόνες στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Το κουδούνι, ο λευκός φάκελος, η πτώση του αεροπλάνου, το πώς έμεινα ζωντανός. Λίγο παράξενα όλα αυτά, ε; τι λες κι εσύ αγαπητέ αναγνώστη; Και περίμενα που λες, μέχρι που ακούστηκε μια γλυκιά, γνώριμη φωνή.-Κωστή σήκω, θα κρυώσει το γάλα σου… ήταν η μάνα μου και όλο αυτό; ένα όνειρο; Ή ένας εφιάλτης…         



      

  

  

1 σχόλιο:

  1. Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

    Το αεροπλάνο ετοιμαζόταν για προσγείωση και ξαφνικά ακούω τον πιλότο να ουρλιάζει. Το επόμενο δευτερόλεπτο –και με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία- η αεροσυνοδός ανακοινώνει στα αγγλικά “please assume crash position”. Ο πιλότος ουρλιάζει πάλι, οπότε καταλαβαίνω ότι κάπου πέφτουμε ή κάτι θα χτυπήσουμε. Ψάχνω το χέρι σου και το κρατάω σφιχτά. Αυτό μόνο ήθελα να προλάβω πριν πέσουμε, να σου κρατάω το χέρι...

    Ξύπνησα από τους εκκωφαντικούς κεραυνούς της μεσημεριανής καταιγίδας. Έβρεχε τόσο δυνατά και αμέσως σε σκέφτηκα... πόσο σου αρέσει η βροχή... Θα μπορέσω ποτέ να χαρώ ξανά τη βροχή χωρίς να σε σκέφτομαι; Χωρίς να πονάω;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Βιβλιοπρόταση | Η χίμαιρα του Σεμπαστιάνο Βασάλι | Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος

  Σειρά: Σύγχρονη Λογοτεχνία, 85 Τίτλος: Η χίμαιρα Συγγραφέας: Σεμπαστιάνο Βασάλι ISBN: 978-960-208-434-2 Σχήμα: 12 x 18 εκ. Σελ...