Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Επαθα Ντουβρουτζά…


Τώρα εγώ το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνω είναι να κάτσω και να σου εξηγήσω αγαπητέ αναγνώστη τι εστί ντουβρουτζάς(πρώτο χασμουρητό). Είναι αυτό που παθαίνεις όταν δεν ξέρεις τι κάνεις σ’ αυτή τη ζωή, όταν αλλού πατάς και αλλού βρίσκεσαι, όταν δεν θυμάσαι το όνομά σου, όταν βαριέσαι να κάνεις το οτιδήποτε. To black out που λένε οι Ευρωπαίοι. Μπήκες; Δεν με πιστεύεις; Εντάξει, συγνώμη δηλαδή, κι εμείς οι συγγραφείς άνθρωποι είμαστε όχι μηχανές… Δεν έχουμε το δικαίωμα να γκρινιάζουμε κάπου κάπου; Μία στις τόσες βρε αδερφέ! Όχι, ε; καλά. Πρέπει να στρώσω τον κώλο μου και να γράψω καμιά χιλιάρα λέξεις, κι εμένα ούτε οι εκατό δεν μού ‘ρχονται. Προβλήματα που έχει ο κόσμος, ε;(δεύτερο χασμουρητό) Δεν μου κατεβαίνει καμία ιδέα σου λέω, τι να κάνω ο κακομοίρης; Εντάξει λοιπόν, αφού δεν πιστεύεις ότι έπαθα ντουβρουτζά, διάβασε τη σημερινή ιστορία κι αν βγάλεις άκρη γράψε μου.


   Μια φορά κι έναν υπέροχο ανοιξιάτικο καιρό, όπου αμέτρητα πολύχρωμα λουλούδια άνθιζαν, σε μια πελώρια κατάλευκη βίλα στην Εκάλη(με επτά κρεβατοκάμαρες, τέσσερα σαλόνια, δύο πισίνες και μια δυστυχισμένη Κινέζα καμαριέρα) ζούσε ένα ζάμπλουτο ζευγάρι. Ο Νίκος και η Μαρία. Ο Νίκος ήταν ένας κοντός, κακομαθημένος, νεόπλουτος δικηγόρος με απαίσια οδοντοστοιχία, στραβά πόδια και λίγη φαλάκρα. Οι γονείς του δεν κατάφεραν να αποκτήσουν και δεύτερο παιδί οπότε μετανιώνουν πικρά για το λάθος της φύσης που δημιούργησαν. Του αρέσει πολύ το γαλακτομπούρεκο, ο Γιάννης Πλούταρχος, η ιππασία και να την πέφτει στη μικρή καμαριέρα κάθε φορά που η γυναίκα του πηγαίνει για Botox στον πλαστικό της(ψηλός, γεροδεμένος με μαλλιά) στο Κολωνάκι. Η Μαρία απ’ την άλλη(καλονή,1.80 ύψος με απίστευτες καμπύλες, σιλικόνη στο στήθος και καταπράσινα μάτια) κατάγεται από πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας της(αλκοολικός μέχρι αηδίας)πέθανε από ανακοπή όταν ήταν ακόμη μωρό στη κούνια, και η μάνα της(άλλη έξυπνη από κει) μη μπορώντας να μεγαλώσει το βρέφος το παράτησε έξω από μια μεγάλη σιδερένια πόρτα. Εκεί, για καλή της τύχη, κατοικούσε μια γριά μάγισσα ,με δύο δόντια όλα κι όλα η κακομοίρα, η οποία μεγάλωσε με πολύ στοργή κι αγάπη τη Μαρία και τη βοήθησε  να τυλίξει το βουτυρόπαιδο μετά από μια εικοσαετία ένα καυτό μεσημέρι του Ιούνη έξω, απ’ το μετρό του Συντάγματος την ώρα που πήγαινε αργοπορημένος όπως πάντα στο γραφείο του. Ο Νίκος ερωτεύτηκε παράφορα τη Μαρία και δεν άργησε να τη ζητήσει σε γάμο. Εκείνη στην αρχή του το έπαιζε δύσκολη αλλά μετά δέχτηκε.

 Παντρεύτηκαν μετά από ένα χρόνο στον Αι Γιώργη στο Καβούρι και το πάρτι έγινε στο island στη Βάρκιζα. Ήταν συγκεντρωμένη όλη η κοσμική Αθήνα. Το νυφικό της Μαρίας ήταν Σύλια Κριθαριώτη. Οι γονείς του Νίκου , που είχαν πάρει γραμμή τη παγίδα που είχαν στήσει μάνα και κόρη στο παιδί τους, φρόντισαν να ρίξουν δηλητήριο στο ποτήρι της γριάς μάγισσας για να τη στείλουν μια ώρα γρηγορότερα. Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία και όλα(μα όλα) τα κανάλια, οι εφημερίδες και σε αποκλειστική συνέντευξη το Down Town είχαν το ζευγάρι πρώτο θέμα. Έφυγαν για ταξίδι αναψυχής στην εξωτική  Χαβάη για να ξεπεράσει η Μαρία το σοκ. Ο καιρός περνούσε ευχάριστα για το ζευγάρι, με τον Νίκο να κάνει τη ζωή της καμαριέρας μαρτύριο και τη Μαρία να φλερτάρει με τον πλαστικό της χειρούργο. Ξόδευαν αμέτρητα χρηματικά  ποσά για αμάξια και παπούτσια PRADA. Παραμονές Χριστουγέννων, εκεί που διασκέδαζαν με άλλους πλούσιους φίλους  πίνοντας σαμπάνια, τα φώτα έσβησαν, η βίλα άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε σαν μίλκ σέικ, η καμαριέρα κατουρήθηκε από το φόβο της και το ‘βαλε στα πόδια, ο Ρεξ το κουταβάκι έπεσε απ’ το μπαλκόνι, οι καλεσμένοι μεσ’ το πανικό έπεφταν ο ένας απάνω στον άλλο, ένας δυνατός αέρας φύσηξε, ο ουρανός άλλαξε χρώμα και τότε(επιτέλους) εμφανίστηκε το πνεύμα της γριάς μάγισσας που απείλησε το Νίκο ότι αν δεν ρίξει δηλητήριο στα ποτήρια των γονιών του δεν θα τους αφήσει σε χλωρό κλαρί για τον αιώνα τον άπαντα.

 Φυσικά το βουτυρόπαιδο είχε τρελή αδυναμία στους γονείς του και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο. Έβαλε τα κλάματα και χώθηκε στην αγκαλιά τους. Τότε η Μαρία που δεν άντεχε άλλο τις φωνές της γριάς μάγισσας και τα κλάματα του μαλάκα με μια απότομη κίνηση πήρε το όπλο που είχαν κρυμμένο στη γκαρνταρόμπα και καθάρισε τα πεθερικά της μπάμ και κάτω. Στη φυλακή δεν μπήκε επειδή κανένας πλούσιος δεν μπαίνει κι ας λένε ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Να μη στα πολυλογώ αγαπητέ αναγνώστη που εύχομαι να μη σ’ έχει πάρει ο ύπνος, ο πλαστικός χειρούργος απ’ το Κολωνάκι άφησε τη Μαρία έγκυο, ο Νίκος πίστεψε ότι το παιδί ήταν δικό του, η καμαριέρα που είχε πάρε δώσε με τη μαφία κατάφερε να απαγάγει το πιτσιρίκι και να ζητήσει λίτρα. Το ζευγάρι έγινε γι’ ακόμη μια φορά πρώτο θέμα στα κανάλια και η κυρία Νικολούλη έτριβε τα χεράκια της. Με τα πολλά δώσανε τα λίτρα στη μαφία  και η καμαριέρα έφυγε με τον μάγειρα στην Αμερική. Κάθε βίλα έχει κι από ένα μάγειρα αγαπητέ αναγνώστη, σταμάτα να απορείς από πού ξεφύτρωσε.

 Το πιτσιρίκι καθώς μεγάλωνε έκανε όλο και περισσότερα παράξενα πράγματα. Γυμναζόταν μανιωδώς, κοιτιόταν συνέχεια στο καθρέφτη, έπινε καφέ με τις κολλητές του στα Starbucks κι έλεγε πως ήθελε να γίνει ή μοντέλο- ηθοποιός ή χορευτής στη Λυρική. Η Μαρία με τον Νίκο ζήτησαν απεγνωσμένοι τη συμβουλή κάποιου ειδικού με μάστερ από το Λονδίνο αλλά είναι κάποιες περιπτώσεις σ’ αυτή τη ζωή που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και η μεγάλη μέρα δεν άργησε να έρθει. Όταν έκλεισε τα δεκαοχτώ του χρόνια ο μικρός τους αποκάλυψε ότι είναι ομοφυλόφιλος και  το ζευγάρι έμεινε στον τόπο. Η περιουσία πέρασε ολόκληρη στα χέρια τον μικρού κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα. Εντάξει; Αυτό ήταν, πάπαλα. Άντε τα λέμε αύριο. Να προσέχεις.  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βιβλιοπρόταση | Ο καημός κάθε γυναίκας | Έρικα Γιονγκ | Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος

  Σειρά: Σύγχρονη Λογοτεχνία, 127 Τίτλος: Ο καημός κάθε γυναίκας Συγγραφέας: Έρικα Γιονγκ ISBN: 978-960-208-536-3 Σχήμα: 14 x 21 εκ....